.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ

1821/2011 ΑΠ ( 573732)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012/355)
Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Η εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων είναι αναιρετικώς
ανέλεγκτη. Επίσης ανέλεγκτη (αναιρετικά) είναι και η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων.
Περιεχόμενο της αποζημίωσης. Θετική ζημία, διαφυγόν κέρδος. Εννοια διαφυγόντος κέρδους. Η
αποζημίωση διαφυγόντος κέρδους που προέρχεται από άκυρη σύμβαση μπορεί να βασισθεί στον
αδικαιολόγητο πλουτισμό. Προϋποθέσεις. Σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών με το σύστημα pilotis.
Φύση και δικαιώματα που διέπουν αυτήν. Ο χώρος σταθμεύσεως των αυτοκινήτων συνιστά κατ΄
αρχάς κοινόχρηστο πράγμα. Η συμφωνία των οροφοκτητών περί καταργήσεως του κοινοχρήστου
του χώρου αυτού και μεταβιβάσεως σε τρίτους για τη σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών είναι
απολύτως άκυρη. Μπορεί όμως να συμφωνηθεί (συμβολαιογραφικώς ή με μεταγραφή) η
παραχώρηση χρήσης της πιλοτής (όλως ή μέρους) σε έναν εκ των υφισταμένων ιδιοκτητών. Το
δικαίωμα αυτού είναι σκέτη δουλεία. Επίσης δεν μπορεί να απαγορευθεί η χρήση της πιλοτής χάριν
συστάσεως αποθηκών (ως βοηθητικών χώρων των διαμερισμάτων). Αναιρείται η προσβαλλόμενη
απόφαση, γιατί έκρινε ότι η πιλοτή μπορεί να αποκλείσει αντικείμενο αυτοτελούς ιδιοκτησίας.
(Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 595/2006 απόφαση ΕφΛαρ). (Παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ
2012/359).

Αριθμός 1821/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπρόεδρο, Αθανάσιο Κουτρομάνο,
Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2011, με την παρουσία και
της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ετερόρρυθμης εταιρίας υπό εκκαθάριση τελούσας με την επωνυμία "........."
που εδρεύει στην Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Χρήστο Μπραζιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Έ. Π. του Α., 2. Π. Π. του Α. και 3. Χ. Π. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι
εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Σαμαρά, με δήλωση του άρθρου 242
παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-2-1996 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε
στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 253/2003 του ίδιου Δικαστηρίου
και 595/2006 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα
με την από 18-5-2009 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης
ανέγνωσε την από 24-2-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη
αίτηση αναίρεσης κατά παραδοχή του πέμπτου, από το άρθρο 559 αρ.1 του Κ.Πολ.Δ, λόγου και
αφού απορριφθούν οι λοιποί λόγοι του αναιρετηρίου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας
ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών,
αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικό ή διεθνούς δικαίου. Ο
κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του,
ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή
(Ολομ. ΑΠ 7 και 8/2006). Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ για
παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε
διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι
περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν
από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα
διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται
για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον
αναιρετικό έλεγχο (Ολομ.ΑΠ 2/2008).

Εν προκειμένω προβάλλεται με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, υπό την επίκληση του αριθμού
1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι για την καθυστέρηση της παράδοσης
εκ μέρους της αναιρεσείουσας - εναγομένης εταιρείας στις αναιρεσίβλητες - ενάγουσες των
(αναφερόμενων) οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυώροφης οικοδομής που η πρώτη ανήγειρε σε
οικόπεδο των τελευταίων με το σύστημα της αντιπαροχής, κατά την ένδικη εργολαβική σύμβαση,
οφείλει (η αναιρεσείουσα) σ` αυτές (αναιρεσίβλητες) τα αναφερόμενα ποσά "λόγω καταπεσούσης
ποινικής ρήτρας" και (επί πλέον) αποζημίωσης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361
και 404, σε συνδυασμό με 173 και 200, του ΑΚ. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον λόγο αυτό του
αναιρετηρίου, "εκ του περιεχομένου του άρθρου 12 του (σχετικού) υπ` αριθμ. .../4.4.1991
εργολαβικού συμβολαίου ανέγερσης της πολυκατοικίας, εξεταζομένου και ερμηνευομένου
σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει ότι συμφωνήθηκε μεταξύ ημών των
συμβαλλομένων και έγινε αποδεκτό ότι η εργολάβος εταιρεία υποχρεούται να καταβάλει εις εκάστη
των αντιδίκων-οικοπεδούχων λόγω από τούδε συμπεφωνημένης και αναπόδεικτης αποζημίωσης
3.000 δραχμών για εκάστη ημέρα καθυστέρησης της παράδοσης των ανηκόντων εις αυτές
διαιρετών χώρων από της λήξεως της τασσομένης προθεσμίας μέχρι της ημέρας της παράδοσης
της χρήσης αυτών, ενώ (συνεχίζει η αναιρεσείουσα) εκ της ανωτέρω ειδικότερης ρήτρας -
συμφωνίας καταδεικνύεται ότι στην περίπτωση αυτή οφείλουμε (η αναιρεσείουσα εταιρεία) να
καταβάλουμε εις εκάστη των αντιδίκων το ποσό των 3.000 δρχ. για εκάστη ημέρα καθυστέρησης
των οριζόντιων ιδιοκτησιών ως συμπεφωνημένη και αναπόδεικτη ζημία των, περιλαμβάνουσα
πάσα θετική και αποθετική ζημία, απορρέουσα εκ της αιτίας αυτής, και όχι ως ποινική ρήτρα,
πράγμα το οποίο, εάν εσκοπείτο, θα διελαμβάνετο εις αυτή ρητώς, και συνεπώς η προσβαλλόμενη
απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις και ως εκ τούτου τυγχάνει
αναιρετέα". Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να
δεχθεί ότι "κατά το άρθρο 12 του εργολαβικού συμβολαίου συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση
εκπρόθεσμης παράδοσης των περιερχομένων στις εφεσίβλητες (αναιρεσίβλητες) οριζόντιων
ιδιοκτησιών η εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην καθεμιά τους ως
ποινική ρήτρα το ποσό των 3.000 δραχμών για κάθε ημέρα καθυστέρησης" παραμόρφωσε το
περιεχόμενο του ανωτέρω άρθρου 12 του εργολαβικού συμβολαίου (εγγράφου), αφού, ισχυρίζεται
η αναιρεσείουσα, από το άρθρο αυτό του συμβολαίου "καταδεικνύεται ότι δια τούτου
συμφωνήθηκε ρητώς περί αποζημιώσεως περιλαμβανούσης πάσα θετική και αποθετική ζημία των
αντιδίκων σε περίπτωση εκπροθέσμου παράδοσης των χωριστών ιδιοκτησιών, και ουδόλως περί
ποινικής ρήτρας, περί της οποίας ουδεμία αναφορά ή συμφωνία έγινε, και ως εκ τούτου (...)
υποχρεούμαστε να καταβάλουμε σ` αυτές μόνο την ανωτέρω αποζημίωση και όχι και την ποινική
ρήτρα, περί της οποίας ομιλεί η απόφαση". Η σχετική περικοπή του ειρημένου άρθρου 12 του
εργολαβικού συμβολαίου, η οποία αναφέρεται στο αναιρετήριο και προκύπτει από το συμβόλαιο
αυτό, προσκομιζόμενο, έχει κατά λέξη ως εξής, ήτοι "Εν περιπτώσει εκπροθέσμου παραδόσεως
των εις τας οικοπεδούχους περιερχομένων οριζοντίων ιδιοκτησιών η εργολάβος εταιρεία
υποχρεούται να καταβάλει εις εκάστην των οικοπεδούχων λόγω από τούδε συμπεφωνημένης και
αναποδείκτου αποζημιώσεως δραχμών 3.000 ημερησίως και δι` εκάστην ημέραν καθυστερήσεως
της παραδόσεως της χρήσεως των ως άνω διαιρετών χώρων των ανηκόντων εις τας
οικοπεδούχους, από της λήξεως της άνω τασσομένης προθεσμίας μέχρι της ημέρας παραδόσεώς
των". Ενόψει των προεκτεθέντων α) η κατά τα ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου ότι με τον
ειρημένο όρο (συμφωνία) του άρθρου 12 του εργολαβικού συμβολαίου συμφωνήθηκε μεταξύ των
διαδίκων ποινική ρήτρα για την περίπτωση της καθυστέρησης παραδόσεως στις αναιρεσίβλητες
των αναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών (μη έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής της
αναιρεσείουσας), και η συνεπεία της παραδοχής αυτής επιδίκαση στις αναιρεσίβλητες των
αναφερόμενων επίσης ποσών λόγω καταπεσούσης ποινικής ρήτρας και (επί πλέον)
αποδεικνυόμενης ζημίας (άρθρ.407 του ΑΚ), συνιστά (η παραδοχή αυτή) εκτίμηση πραγμάτων από
το δικαστήριο της ουσίας και δη εκτίμηση του περιεχομένου του ως άνω εγγράφου (συμβολαίου),
και η εκτίμηση αυτή, καθ` εαυτήν, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρ. 561§1 του
ΚΠολΔ). β) Με την ίδια παραδοχή περί συμφωνίας για ποινική ρήτρα το Εφετείο δεν παραμόρφωσε
το περιεχόμενο της σχετικής ως άνω περικοπής του εργολαβικού συμβολαίου, το οποίο
(περιεχόμενο) σωστά διέγνωσε, αφού η ποινική ρήτρα προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρ. 404 του
ΑΚ, την υπόσχεση της ποινής ως ποινής, καταβολής δηλαδή του αντικειμένου της ανεξαρτήτως της
υπάρξεως ζημίας στον δανειστή από την μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της κύριας
ενοχής (γνήσια ποινική ρήτρα, βλ. και ΑΠ 611/98), χωρίς να είναι απαραίτητος ο ρητός
χαρακτηρισμός της υποσχέσεως ως ποινής, ο οποίος και δεν υπάρχει πράγματι εν προκειμένω, την
προϋπόθεση δε αυτή, που αποτελεί το κύριο γνώρισμα της ποινικής ρήτρας, την εμπεριέχει η κατά
τα ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων. Και, τέλος, γ) από την κατά τα ανωτέρω κατηγορηματική
παραδοχή του Εφετείου ότι πρόκειται για συμφωνία περί ποινικής ρήτρας προκύπτει ότι τούτο
(Εφετείο) δεν δέχεται, ούτε και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στην ένδικη αυτή
συμφωνία σχετικά με τη δήλωση βουλήσεως των μερών, και κατά συνέπειαν δεν είχε υποχρέωση
το Εφετείο να προσφύγει στις ερμηνευτικές των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 173 και 200
του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των συμβληθέντων (βλ. ΑΠ 337/2006,
329/2006), τις οποίες, όπως και τις εφαρμοσθείσες των άρθρων 297, 298, 361 και 404 του ΑΚ, δεν
παραβίασε. Κατ` ακολουθίαν ο προρρηθείς πρώτος, υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου
559 ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την
εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων (ανωτ. υπό α`), ο δεύτερος δε, εκ
των αριθμών 2ο και 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ (και άρθρ. 561§1), λόγος είναι
απορριπτέος ως αβάσιμος, για τα ανωτέρω υπό β` και γ` αναφερόμενα.

ΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης
της αποφάσεως, αναφερόμενος στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολομ.ΑΠ
3/1997), ιδρύεται και όταν υπάρχουν ελλείψεις στις παραδοχές της αποφάσεως και δη αν τα
περιστατικά που εκτίθενται στο αιτιολογικό της αποφάσεως καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό
έλεγχο για την ορθότητα του υπαγωγικού συλλογισμού.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι από
τα ίδια (προαναφερόμενα) αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητες σε ορισμένες
οριζόντιες ιδιοκτησίες (από τις περιερχόμενες σ` αυτές), κατόπιν μεταγενέστερης συμφωνίας με την
αναιρεσείουσα, αγόρασαν και τοποθέτησαν με δικές τους δαπάνες υλικά διαφορετικά εκείνων της
αρχικής τους συμφωνίας, όπως τα επιμέρους αυτά υλικά αναφέρονται λεπτομερώς στην
αναιρεσιβαλλομένη ανά ιδιοκτησία και κατά το είδος, την ποσότητα, την αξία και τη δαπάνη
τοποθετήσεως του κάθε υλικού, βάσει δε της παραδοχής αυτής το Εφετείο επιδίκασε στις
αναιρεσίβλητες τα αναφερόμενα αντίστοιχα ποσά της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων που
βάρυναν την αναιρεσείουσα. Στις παραδοχές αυτές της αναιρεσιβαλλομένης (αιτιολογικό) δεν
υπάρχουν ελλείψεις που να καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθότητα του
απαγωγικού συλλογισμού της απόφασης (μεταγενέστερη ειδικότερη συμφωνία των διαδίκων κατά
τα άρθρα 361 και 681 επ. του ΑΚ, που δεν αναφέρονται μεν στην απόφαση, πράγμα που δεν είναι
άλλωστε αναγκαίο, προκύπτει όμως σαφώς από τις προρρηθείσες παραδοχές της
αναιρεσιβαλλομένης), και ο τρίτος λόγος του αναιρετηρίου, κατά τον οποίο από τις παραδοχές του
Εφετείου δεν προκύπτει σε ποιον κανόνα δικαίου και ειδικότερα στα άρθρα 361 και 681 επ. ή στα
άρθρα 904 επ. (αδικαιολόγητος πλουτισμός) υπήγαγε το Εφετείο τα θεμελιωτικά της αγωγικής
αξίωσης ως άνω περιστατικά, στηριζόμενος στον αριθμό 19 (και όχι 1) του άρθρου 559 του
ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 11 περ.γ` του
ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη
αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη είτε
για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αρκεί δε για την ίδρυση του λόγου αυτού και μόνη η
ύπαρξη αμφιβολιών για την λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων, με επίκληση,
αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη κατά τις διατάξεις
του άρθρου 335, 338, 339, 341 και 346 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 2/2008).

Εν προκειμένω βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη (και) όλα τα
έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, από τη βεβαίωση δε αυτή, σε συνδυασμό
με όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και
συνεκτίμησε και την από 18.10.1993 εξώδικη πρόσκληση των αναιρεσιβλήτων προς την
αναιρεσείουσα, καθώς και την από 10.6.1994 όμοια της αναιρεσείουσας προς αυτές, που
αφορούσαν την προαναφερθείσα τοποθέτηση διαφορετικών υλικών στα διαμερίσματα των
αναιρεσιβλήτων από τα αρχικώς συμφωνηθέντα και τις οποίες (εξωδίκους) η αναιρεσείουσα είχε
προσκομίσει και επικαλεστεί στο Εφετείο, και ο περί του αντιθέτου όγδοος, από το άρθρο 559 αρ.
11 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο αναιρετικός δε λόγος του
αριθμού 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη
δύναμη των αποδεικτικών μέσων δημιουργείται όταν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο στο οποίο ο
δικαστής έχει κατά τον νόμο υποχρέωση να προσδώσει δύναμη πλήρους αποδείξεως (σύστημα
νομικών αποδείξεων), όχι δε και όταν, κατά το σύστημα της ελεύθερης απόδειξης (άρθρ. 340 του
ΚΠολΔ), το δικαστήριο αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη αξιοπιστία ή βαρύτητα.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται σ` αυτήν σχετικά
με τα πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο δέχθηκε ως αποδειχθέντα ότι "τα περιστατικά αυτά
προκύπτουν τόσο από τα σχετικά έγγραφα που προεκτέθηκαν, όσο και από τις σαφείς και
πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, από τους οποίους, η μία ως μητέρα αυτών
και ο άλλος ως μηχανολόγος-μηχανικός, κατέθεσαν με λόγο πλήρους γνώσης. Δεν αποκρούονται
δε με πειστικότητα από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και από τις καταθέσεις των
μαρτύρων της εκκαλούσας". Από την αναφορά αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει
σαφώς ότι πρόκειται για απόδοση από το Εφετείο μεγαλύτερης βαρύτητας και αξιοπιστίας στα
προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα κατά την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, την οποία
μάλιστα (βαρύτητα κ.λ.π.) αιτιολογεί το δικαστήριο, και ο ένατος λόγος, από το άρθρο 559 αρ.12
του ΚΠολΔ του αναιρετηρίου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο με την
ανωτέρω παραδοχή του προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στις καταθέσεις των μαρτύρων
των αναιρεσιβλήτων έναντι των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων της ιδίας
(αναιρεσείουσας), είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, άλλως ως
απαράδεκτος, αφού πλήττει την μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο εκτίμηση, κατά τη βαρύτητα
και την αξιοπιστία τους, των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, στα πλαίσια του συστήματος της
ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων.

ΙΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, κατά την οποία η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της
υπάρχουσας ζημίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος, ως τέτοιο δε
λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, έχει
ουσιαστικό χαρακτήρα εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξιώσεως αποζημιώσεως, και δικονομικό
χαρακτήρα εφόσον επιτρέπει στον δικαστή να αρκεσθεί σε απλή πιθανολόγηση για την απόδειξή
της, απόδειξη οπωσδήποτε δυσχερέστερη από εκείνην της θετικής ζημίας. Επομένως, τυχόν
εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το αν συντρέχει ή δεν συντρέχει
πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, για την ύπαρξη ή μη διαφυγόντος
κέρδους δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1306/03), από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 του ΚΠολΔ, για
παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή για έλλειψη νόμιμης βάσης, αντίστοιχα (ΑΠ 559/04). Εν
προκειμένω προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, του
αναιρετηρίου η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι "από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία
αποδείχθηκε ότι από την εκμίσθωση των περιερχομένων στις εφεσίβλητες οριζόντιων ιδιοκτησιών
θα εισέπρατταν κατά την πιθανή και συνήθη πορεία των πραγμάτων από του συμφωνημένου
χρόνου παράδοσης αυτών μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής τα ακόλουθα ποσά ..." (ακολουθεί
η αναφορά των επιμέρους ποσών που η κάθε αναιρεσίβλητη θα εισέπραττε από την ανωτέρω αιτία
ανά ιδιοκτησία και τα οποία, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, απώλεσαν οι αναιρεσίβλητες-
διαφυγόν κέρδος), χωρίς να αναφέρει (το Εφετείο) τους παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της
παραδοχής αυτής, ότι δηλ. οι αναιρεσίβλητες θα εκμίσθωναν κατά τα ανωτέρω τις οριζόντιες
ιδιοκτησίες τους, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.

Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η προσβαλλόμενη ως άνω
παραδοχή (κρίση) του δικαστηρίου της ουσίας δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά τα
προεκτεθέντα. Απορριπτέος, ως αβάσιμος, είναι και ο σχετικός έβδομος, από τον αριθμό 8 του
άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το
Εφετείο κατέληξε στις αναφερθείσες παραδοχές του ως προς τα στοιχεία της αξιώσεως του
διαφυγόντος κέρδους των αναιρεσιβλήτων (πιθανολογούμενος χρόνος εκμισθώσεως των
ιδιοκτησιών και αντίστοιχο μίσθωμα) χωρίς να αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα "εκ των οποίων
αντλήθηκε η κρίση του αυτή". Και τούτο διότι, όπως άλλωστε έχει ήδη αναφερθεί, βεβαιώνεται
στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του (και ως προς τα ως
άνω γεγονότα) αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα)
που είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί οι διάδικοι, τα οποία μάλιστα και αξιολογεί, συγκρίνοντάς τα
(σελ. 15 της αναιρεσιβαλλομένης) μεταξύ τους.

IV. Το κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 298 του ΑΚ διαφυγόν κέρδος αποκαθίσταται
(αποζημίωση) και όταν θα προερχόταν από άκυρη σύμβαση, ως αξίωση από το άρθρο 904 του ΑΚ,
αρκεί να υπήρχε πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος προς πορισμό (απόκτηση) εισοδήματος
από τη σύμβαση αυτή και υπό την προϋπόθεση ότι ο πορισμός αυτός δεν οφείλεται σε αιτία
παράνομη ή ανήθικη, δηλαδή σε παραβίαση νόμιμης απαγόρευσης που αφορά αυτήν την ίδια την
δραστηριότητα από την οποία θα προερχόταν το διαφυγόν κέρδος (βλ. Ολομ. ΑΠ 3/2004, ΑΠ
1564/2004). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 1§5 εδ. τελ. του ν. 960/79 "περί επιβολής
υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των
κτιρίων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/81, σε συνδυασμό με τις διατάξεις
των άρθρων 1002, 1117 του ΑΚ και 1,2,4 και 13 του ν.3741/1929, προκύπτει ότι όταν η οικοδομή
ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισόγειου χώρου
ακαλύπτου (pilotis), ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διηρημένες ιδιοκτησίες
που να ανήκουν σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά
θα παραμένει κοινόχρηστος χώρος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα, εφόσον
υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο της οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου, των
οροφοκτητών κατ` ανάλογη μερίδα τους επί του κοινοχρήστου χώρου, που χρησιμεύει σε όλους
τους οροφοκτήτες (κοινή χρήση). Επομένως η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του
κοινόχρηστου χώρου της πιλοτής και η μεταβίβαση του χώρου της σε τρίτους κατά διηρημένες
ιδιοκτησίες, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τις ανωτέρω διατάξεις και είναι άκυρη, σύμφωνα με το
άρθρο 174 του ΑΚ, και θεωρείται ως μη γενομένη. Με συμφωνία όμως όλων των συνιδιοκτητών,
που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως κατά
τα άρθρα 5 και 13 του ν. 3741/1929, να παραχωρηθεί η χρήση του ακάλυπτου χώρου (πιλοτής) ή
τμημάτων του χώρου αυτού αποκλειστικά σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή
διαμερίσματος, αλλά μόνο της οικοδομής στην οποία υπάρχει αυτός ο χώρος. Ο περιορισμός, με το
ανωτέρω περιεχόμενο, της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες, έχει απλώς
τον χαρακτήρα δουλείας, κατά το άρθρο 13§3 του ν.3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική
δουλεία κατά την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού
δικαίου διατάξεις των άρθρων 1§1,2 του ν.960/79, όπως τροποποιήθηκε με τον ν.1221/1981 (και
το π.δ. 1340/81). Παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτό στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου να μην
εξασφαλίζουν, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με οποιαδήποτε μεταγενέστερη,
κατά τους νομίμους τύπους, τροποποίησή της, στην κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής θέσεις
σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων με την παραχώρηση των
θέσεων αυτών σε αποθήκες, που εκ κατασκευής και λειτουργικώς βρίσκονται συνήθως στο
υπόγειο της οικοδομής, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν ορισθεί στη συστατική της
οριζόντιας ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των
διαμερισμάτων να στερούνται τη δυνατότητα χρήσεως του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου
της πιλοτής για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Η κατανομή επομένως των θέσεων
σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής (πιλοτή) κατά τρόπο που να
εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια και χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία
αποθήκη, που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος, και να μην εξασφαλίζεται τέτοια θέση
σταθμεύσεως στο διαμέρισμα, του οποίου ο ιδιοκτήτης να στερείται έτσι παντελώς της χρήσεως
της πιλοτής, αντιβαίνει ευθέως στις προρρηθείσες διατάξεις και είναι για τον λόγο αυτό άκυρη,
θεωρούμενη ως μη γενομένη κατά το άρθρο 174 του ΑΚ (ΑΠ 818/2003), την ακυρότητα δε αυτή
μπορεί να την προτείνει ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον, ακόμη και ο αντισυμβαλλόμενος (ΑΠ
1078/2000).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με το
προειρημένο εργολαβικό συμβόλαιο περιήλθαν στις αναιρεσίβλητες - οικοπεδούχους εκτός των
άλλων οριζόντιων ιδιοκτησιών και χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτου και τα εξής, ήτοι α) στην
πρώτη αναιρεσίβλητη η υπό στοιχεία Απ-8 αποθήκη του υπογείου, με το δικαίωμα αποκλειστικής
χρήσης του υπό στοιχεία Π-5 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του ακάλυπτου χώρου της
οικοδομής, β) στη δεύτερη η υπό στοιχεία Απ-7 αποθήκη του υπογείου, με το δικαίωμα
αποκλειστικής χρήσης του υπό στοιχεία Π-4 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του ακάλυπτου
χώρου, και το 1/2 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Απ-3 αποθήκης του υπογείου, με το δικαίωμα
αποκλειστικής χρήσης του υπό στοιχεία Π-7 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του ακάλυπτου
χώρου, και γ) στην τρίτη αναιρεσίβλητη η υπό στοιχεία Απ-9 αποθήκη του υπογείου, με το
δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του υπό στοιχεία Π-6 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του
ακάλυπτου χώρου, και ότι (δέχθηκε το Εφετείο) από την εκμίσθωση (και) των ιδιοκτησιών αυτών
που περιήλθαν στις αναιρεσίβλητες οι τελευταίες θα εισέπρατταν κατά την πιθανή και συνήθη
πορεία των πραγμάτων από τον συμφωνημένο χρόνο παραδόσεώς τους μέχρι την άσκηση της
αγωγής το ποσό των 15.000 δραχμών μηνιαίως "για κάθε μικρή αποθήκη με δουλεία πάρκινγκ",
το ποσό δε αυτό επιδίκασε, μεταξύ των άλλων, το Εφετείο ως αποζημίωση (διαφυγόν κέρδος) των
αναιρεσιβλήτων από τη μη έγκαιρη παράδοση σ` αυτές εκ μέρους της αναιρεσείουσας εργολάβου
των εν λόγω ιδιοκτησιών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, την
ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις λοιπές ως
άνω διατάξεις, αφού και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα α) η κατανομή των ειρημένων θέσεων
σταθμεύσεως αυτοκινήτων του ακάλυπτου χώρου της οικοδομής εις τρόπον ώστε να
εξασφαλίζεται χώρος σταθμεύσεως στην κάθε "μικρή αποθήκη" (όλες κάτω του ενός
τετραγωνικού μέτρου) του υπογείου, κατ` αντίστοιχο αποκλεισμό από τις θέσεις αυτές
σταθμεύσεως και επομένως από τη χρήση του κοινόχρηστου χώρου της πιλοτής των
οροφοκτητών, είναι άκυρη, ως αντιβαίνουσα ευθέως στις προαναφερθείσες διατάξεις, παρεπομένως
δε β) οι αναιρεσίβλητες δεν είχαν πραγματική δυνατότητα να εκμισθώσουν τις "ιδιοκτησίες" αυτές
(αποθήκες χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία), μαζί με τους ως άνω χώρους σταθμεύσεως του
ακάλυπτου χώρου, σε τρίτους, στερώντας έτσι τους οροφοκτήτες από τη χρήση των
κοινόχρηστων αυτών χώρων, κατά τα προεκτεθέντα, και επομένως δεν είχαν (οι αναιρεσίβλητες)
πραγματική δυνατότητα προς πορισμόν εισοδήματος (μισθώματα) από την εκμίσθωση των
ιδιοκτησιών αυτών, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω η
προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ περί αποκαταστάσεως του διαφυγόντος κέρδους
(αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος), για την εφαρμογή του οποίου δεν συντρέχουν οι κατά τα
ανωτέρω προϋποθέσεις. Ετσι ο σχετικός πέμπτος, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγος του
αναιρετηρίου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ο έκτος όμως και τελευταίος, από το άρθρο
559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση ότι το
Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ώστε να μην προκύπτει από αυτές εάν το επιδικασθέν ως
άνω μίσθωμα (διαφυγόν κέρδος) οφείλεται, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, για την εκμίσθωση
μόνο των ανωτέρω μικρών αποθηκών ή των χώρων σταθμεύσεως που τις συνοδεύουν, είναι
απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση αλλά και ως αλυσιτελής, αφού από την
προσβαλλομένη προκύπτει, όπως έχει προαναφερθεί, ότι το ανωτέρω ποσόν μηνιαίως το επιδίκασε
το Εφετείο ως διαφυγόν κέρδος "για κάθε μικρή αποθήκη με δουλεία πάρκινγκ", ώστε να μην
καταλείπεται αμφιβολία ότι πρόκειται για παραδοχή περί ενιαίου μισθώματος αυτών των χώρων
(αποθήκης και χώρου σταθμεύσεως), παραδοχή άλλωστε ως προς την οποία η απόφαση είναι
αναιρετέα, κατά παραδοχήν του προηγούμενου (πέμπτου) λόγου. V. Κατ` ακολουθίαν των
ανωτέρω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά παραδοχήν του
πέμπτου, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγου του αναιρετηρίου, και δη ως προς τη διάταξη
της αναιρεσιβαλλομένης για επιδίκαση στις αναιρεσίβλητες του ανωτέρω υπό IV διαφυγόντος
κέρδους, να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρ. 580§3 του
ΚΠολΔ), και, τέλος, να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητες στο αναφερόμενο στο διατακτικό μέρος
της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176,
178§1, 183 και 191§2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 595/2006 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης κατά το αναφερόμενο στο
σκεπτικό μέρος της.

Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο
δικαστήριο (Εφετείο Λαρίσης), συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Και

Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, το οποίο
ορίζει σε επτακόσια πενήντα (750) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 2011.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2011.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΑΝΑΙΡΕΣΗ-ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΕΣ

488/2001 ΑΠ (304584)


(Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2001 (1), Δ/ΝΗ/2002 (445), ΕΔΠΟΛ 2002/18)
Δικονομία πολιτική. Αποκλειστική αρμοδιότητα (καθύλην) του ΜΠρ για
διαφορές οροφοκτησίας. Προϋποθέσεις για την παραδεκτή άσκηση
αναγνωριστικής αγωγής. Σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας. Συμβατική
ρύθμιση του χώρου της πυλωτής για στάθμευση των αυτοκινήτων των ενοίκων
της πολυκατοικίας χωρίς περιορισμό και προσδιορισμό των θέσεων
σταθμεύσεως. Διαφορά ως προς το άν ο ιδιοκτήτης δώματος θεωρείται
ιδιοκτήτης αυτοτελούς διαμερίσματος που του παρέχει το δικαίωμα να
σταθμεύει το αυτοκίνητό του σε αυτοτελή χώρο στάθμευσης. Αναιρείται η
προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή θεώρησε μη νόμιμη τη σχετική
αναγνωριστική αγωγή, επειδή δεν ασκήθηκε από την πλειοψηφία των
συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση
αναιρείται, επειδή δεν έλαβε υπόψη της επικληθέντα και προσκομισθέντα
έγγραφα για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης της. Τέλος αναιρείται η
προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς
τις θέσεις του χώρου στάθμευσης των αυτοκινήτων.
(Αναιρεί την 5180/1999 ΕφΑθ).



Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2001 (1), Δ/ΝΗ/2002 (445), ΕΔΠΟΛ 2002/18

Φ.Σ.
Αριθμός 488/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ? Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αντιπρόεδρο,
Παύλο Μεϊδάνη, Δημήτριο Βούρβαχη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη και Αθανάσιο
Κρητικό, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Ιανουαρίου
2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να
δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: .............................. ο οποίος
παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο
Μάντεση-Θανασούλα.

Του αναιρεσιβλήτου:.................................... ο
οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δούκα
Καλογήρου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-1991 αγωγή του ήδη
αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9.278/1991 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και
7.847/1992 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της τελευταίας απόφασης ο ήδη
αναιρεσείων άσκησε την από 21-10-1992 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου, επί της οποίας εκδόθηκε η 31/1995 απόφαση, με την
οποία αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για
περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του ίδιου Εφετείου. Στη συνέχεια εκδόθηκαν
οι αποφάσεις: 2.604/1996 και 306/1998 προδικαστικές και 5.180/1999
οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14-9-1999 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής
Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Κρητικός ανέγνωσε την από 10-1-2001 έκθεσή του,
με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της κρινομένης αίτησης
αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της
αίτησης και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και
καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Επειδή ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
ότι ?στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε:
1)?2) οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από
τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους
διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ? ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων ή
διαμερισμάτων?. Εξάλλου ορίζεται από τη διάταξη του άρθρ. 70 Κ.Πολ.Δ.
ότι ?όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη
κάποιας έννομης σχέσεως, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή?. Εν
προκειμένω με την κρινόμενη από 1.10.1991 αγωγή του αναιρεσείοντος
ιστορείται ότι αυτός δυνάμει του υπ? αριθ. 14117/11.9.1978 πωλητηρίου
συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργ. Πολυχρόνη υποβληθέντος
σε μεταγραφή αγόρασε από τους οικοπεδούχους και την κατασκευάστρια
εταιρία δύο (2) διαμερίσματα, αποτελούντα έκαστον αυτοτελή και
οριζόντια ιδιοκτησία της πολυκατοικίας που κείται στην Αγία Παρασκευή
? Αττικής και επί της οδού Τρωάδος αριθ. 11, ήτοι: α) το υπό στοιχεία
Δ-2 του τετάρτου υπέρ το ισόγειο ορόφου αποτελούμενο από τρία κύρια
δωμάτια και τους συνήθεις βοηθητικούς χώρους και β) το υπό στοιχ. Ε-1
?ιδιοκτησία δώματος? κατασκευασμένο επί του δώματος και αποτελούμενο
από ένα κύριο δωμάτιο, διάδρομο, χώλ, κουζίνα, αποχωρητήριο και
βεράντα και έτσι κατέστη οροφοκτήτης στην άνω πολυκατοικία. Η
τελευταία δυνάμει τον υπ? αριθ. 13611/1977 συμβολαίου του ιδίου άνω
συμβολαιογράφου κατασκευάσθηκε σε οικόπεδο ιδιοκτησίας των
αναφερομένων στην αγωγή οι οποίοι από κοινού με την εργολήπτρια
εταιρία υπήγαγαν των όλη οικοδομή στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 με
τη σύσταση οριζόντιας κατ? ορόφους ιδιοκτησίας και κανονισμού
εσωτερικών σχέσεων των οροφοκτητών δυνάμει του υπ? αριθ. 13982/1978
συμβολαίου συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού
πολυκατοικίας του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου που ακολούθως
μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αγίας
Παρασκευής ? Αττικής. Ειδικότερα με τις άνω πράξεις δημιουργήθηκαν
δεκαεπτά (17) διηρημένα, αυτοτελή και ανεξάρτητα διαμερίσματα, στα
οποία περιλαμβάνονται και τα δύο προαναφερθέντα του ενάγοντος και
καθορίσθηκε καθένα με την εξ αδιαιρέτου αναλογία τους επί του όλου
οικοπέδου και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της
πολυκατοικίας, ενώ με το άρθρ. 27 εδ. β? συμφωνήθηκε και καθορίσθηκε
ότι στο χώρο που βρίσκεται στην ?πιλοτή? της πολυκατοικίας και στο
ακάλυπτο τμήμα του οικοπέδου αυτής επιτρέπεται να σταθμεύουν τα
επιβατηγά αυτοκίνητα των ενοίκων της πολυκατοικίας χωρίς άλλο
περιορισμό αλλά ούτε και προσδιορισμό θέσεων σταθμεύσεως. Περαιτέρω
εκτίθεται στην αγωγή ότι οι οροφοκτήτες της άνω πολυκατοικίας έχουν
αποδεχθεί τον κανονισμό της πολυκατοικίας και ότι αυτοί κατά την
άσκηση της αγωγής ήσαν οι αναφερόμενοι (14) και ότι δύνανται να
σταθμεύουν στην μεν ?πιλοτή? χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα (17)
επιβατηγά αυτοκίνητα, στον δε ακάλυπτο χώρο, ομοίως χωρίς πρόβλημα,
ακόμη (4) αυτοκίνητα. ξμως ενώ έτσι είχαν τα πράγματα πρόσφατα
υποστηρίχθηκε από τους οροφοκτήτες της πολυκατοικίας ότι στην ?πιλοτή?
δικαιούνται να σταθμεύουν τα αυτοκίνητά τους μόνο ιδιοκτήτες
διαμερισμάτων, ότι η πολυκατοικία έχει (16) και όχι (17) διαμερίσματα
και ότι ο ενάγων κέκτηται μόνο ένα διαμέρισμα, καθόσον η επί του
δώματος αυτοτελής και οριζόντια ιδιοκτησία του δεν αποτελεί
διαμέρισμα. Τα ανωτέρω μάλιστα ορίσθηκαν και με απόφαση που κατά
πλειοψηφία έλαβε η γενική συνέλευση των οροφοκτητών της 16.12.1990.
Ενόψει της αμφισβητήσεως από τους λοιπούς οροφοκτήτες του ενάγοντος
ως ιδιοκτήτου αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας, ήτοι
του υπό στοιχεία Ε- 1 διαμερίσματος και του δικαιώματος αυτού να
σταθμεύει στην ?πιλοτή? της πολυκατοικίας μέχρι δύο (2) αυτοκίνητα,
δηλ. ένα (1) για κάθε οριζόντια και αυτοτελή ιδιοκτησία, και της
παρεμποδίσεως ασκήσεως του τελευταίου από τα ανωτέρω δικαιώματά του
διώκεται, υφισταμένης διαφοράς μεταξύ οροφοκτητών, η αναγνώριση δια
δικαστικής αποφάσεως: 1) του ότι η πολυκατοικία αποτελείται από (17)
αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, β) ότι ο ιδιοκτήτης
ή ένοικος κάθε μίας από τις αυτοτελείς δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες του
ενάγοντος δικαιούται να σταθμεύει στην ?πιλοτή? ένα επιβατηγό
αυτοκίνητο, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι οροφοκτήτες να ανέχονται
(επιτρέπουν) τη στάθμευση στην ?πιλοτή? ένα επιβατηγό αυτοκίνητο για
κάθε μία από τις αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες,
δ) να απειληθεί εναντίον εκάστου των οροφοκτητών και υπέρ του
ενάγοντος χρηματική ποινή (50.000) δρχ. για κάθε παράβαση της
αποφάσεως που θα εκδοθεί. Η αγωγή με το παραπάνω ιστορικό και αίτημα
είναι νόμιμη γιατί στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρ. 2, 3 και 5 του
Ν. 3741/1929, 1002, 1113, 787 και 1117 του Α.Κ., άρθρ. 70 Κ.Πολ.Δ.,
εφόσον με αυτή εισάγεται διαφορά μεταξύ οροφοκτητών. Σημειώνεται ότι
η παρεχόμενη από το άρθρ. 9 εδ. β? του Ν. 1562/1985 στην πλειοψηφία
τουλάχιστον 65% των συνιδιοκτητών να επιδιώξει την δια του δικαστηρίου
συμπλήρωση του υπάρχοντος κανονισμού της πολυκατοικίας, όταν αυτός
εμφανίζει ελλείψεις που εμποδίζουν τη λειτουργία της συνιδιοκτησίας ή
της χρήσης των χωριστών ιδιοκτησιών σύμφωνα με τον προορισμό του
ακινήτου δεν αποκλείει στον ιδιοκτήτη αυτοτελούς οριζόντιας
ιδιοκτησίας να φέρει στο δικαστήριο την προκείμενη με την αγωγή
διαφορά των συνιδιοκτητών. Ομως το εφετείο με την προσβαλλόμενη
απόφασή του έκρινε μη νόμιμη την αγωγή γιατί αυτή δεν ασκήθηκε από την
πλειοψηφία του 65% των συνιδιοκτητών θεωρώντας προδήλως ότι με την
αγωγή εζητείτο συμπλήρωση του υπάρχοντος κανονισμού της οροφοκτησίας.
ξμως με αυτά που δέχθηκε παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις
που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως
εκ του άρθρ. 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. που πλήττει την κύρια αιτιολογία της
προσβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με την αγωγή.

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ. λόγος
αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε
υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίσθηκαν ή κατά την έννοια της
διατάξεως αυτής προσκομίσθηκαν απαράδεκτα ή δεν έλαβε υπόψη
αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επεκαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Στη
προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει την
αιτίαση ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, και τα
παρακάτω έγγραφα! 1) υπ? αριθ. 7842/945/24.3.1992, 4343/1004/31.3.1997
και 5575/2102/14.4.1997 της αρμόδιας πολεοδομίας Ανατολικής Αττικής
με τα οποία βεβαιώνεται ότι μετά από έλεγχο των στοιχείων της
πολυκατοικίας και αυτοψίας η επί του δώματος αυτής οριζόντια
ιδιοκτησία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη κατοικία, 2) την από 7 Μαϊου
1991 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονος μηχανικού Ιωάν. Σακελλαρίου μετά
του ταυτοχρόνου σχεδιαγράμματος του ιδίου με την οποία αυτός
γνωμοδοτεί μετά από επιτόπια εξέταση ότι η ?πιλοτή? και μόνο της
πολυκατοικίας επαρκεί για τη χωρίς πρόβλημα στάθμευση (17) αυτοκινήτων
και 3) το από 7.12.1995 και υπ? αριθ. θεωρήσεως από την Δ.Ο.Υ.
2268/20.12.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως μεταξύ του
αναιρεσείοντος και της Μαρίκας Ευστ. Σύρου, δυνάμει του οποίου
εξεμίσθωσε σ? αυτή την επί του δώματος οριζόντια ιδιοκτησία, μετά τη
λήξη της μισθώσεως από τον Ηλία Βαρδουλάκη. Τα άνω έγγραφα ο
αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ενώπιον του εφετείου προς
απόδειξη του αγωγικού του ισχυρισμού ότι η ιδιοκτησία του αυτή ήταν
αυτοτελής και ανεξάρτητη από την υπό στοιχείο Δ-2 άλλη ιδιοκτησία του
στην ίδια πολυκατοικία που χρησιμοποιούσε ο ίδιος και προς αντίκρουση
αντιθέτου περιεχομένου ανταγωγικού ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου. Και
έτσι με την παράλειψή του αυτή το εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια που
ιδρύει ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως. Οπως προκύπτει από την
προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο, για το σχηματισμό της δικανικής του
πεποιθήσεως, έλαβε υπόψη ?τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που
περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως,
όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι,
τις ομολογίες τους και των υπ? αριθ. καταθ. 257/1997 από 10.6.1997
έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολ. μηχανικού Παν. Φωτεινόπουλου. Και
ενώ στο αιτιολογικό της αποφάσεως προκειμένου να στηριχθεί το
αποδεικτικό πόρισμα γίνεται αναφορά άλλων εγγράφων, εν τούτοις δεν
γίνεται μνεία και των προαναφερθέντων παραπάνω εγγράφων, τα οποία,
όπως προκύπτει, από τις προτάσεις του αναιρεσείοντος ενώπιον του
εφετείου είχε επικαλεσθεί για την απόδειξη του περιστατικού εκείνου
που ήταν αντίθετο με αυτό που τελικώς έγινε δεκτό με την απόφαση και
σύμφωνα με την οποία στο χώρο σταθμεύσεως στην ?πιλοτή? της
πολυκατοικίας δεν είναι δυνατή η σύγχρονη στάθμευση αριθμού
αυτοκινήτων πέρα των (16). Ενόψει των ανωτέρω δεν καθίσταται
αδιστάκτως βέβαιο ότι τα παραπάνω έγγραφα έχουν ληφθεί υπόψη. λτσι το
εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αριθ. 11 και είναι
βάσιμος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που πλήττει την επικουρική ως προς
την αγωγή αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

ΙΙΙ.Το εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως κατ?
ουσία αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης
αποφάσεως, η οποία είχε δεχθεί ως κατ? ουσίαν βάσιμη την ανταγωγή.
Προκειμένου να καταλήξει στο αποτέλεσμα αυτό δέχθηκε, όπως προκύπτει
από την απόφαση, στην ?πιλοτή? της επίδικης πολυκατοικίας και στον
ακάλυπτο αυτής χώρο είναι αδύνατο να σταθμεύσουν πέρα των (16)
αυτοκινήτων. Παράλληλα όμως το εφετείο δέχθηκε ότι κατά την έκθεση
πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος πραγματογνώμονος Παν. Φωτεινόπουλου
είναι δυνατή η στάθμευση στο χώρο της ?πιλοτής? (13) αυτοκινήτων και
άλλων τριών (3) στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας με δυνατότητα
δημιουργίας υπό προϋποθέσεις και άλλης μίας (1) θέσεως στο χώρο αυτό.
Με αυτά όμως που δέχθηκε το εφετείο διέλαβε στην απόφαση του ασαφείς
και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα: α) αν οι
εκπροσωπούμενοι από τον αναιρεσίβλητο διαχειριστή ιδιοκτήτες
εκπροσωπούν πράγματι το απαιτούμενο ελάχιστο ποσοστό του 65% των
συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, πράγμα που αμφισβητήθηκε από τον
αναιρεσείοντα όπως προκύπτει από τον υπό στοιχείο (5) λόγο της εφέσεώς
του κατά της πρωτόδικης αποφάσεως και τις επ? αυτής έγγραφες
προτάσεις, β) αν από την προαναφερθείσα έλλειψη του κανονισμού
εμποδίζεται η λειτουργία της συνιδιοκτησίας και γ) ποιες είναι οι
προϋποθέσεις με τη συνδρομή των οποίων είναι δυνατή η δημιουργία και
δέκατης εβδόμης θέσεως σταθμεύσεως που ικανοποιεί πλέον τις ανάγκες
του αναιρεσείοντος ως ιδιοκτήτη και του υπό στοιχείο Ε-1
διαμερίσματος για τη στάθμευση και δευτέρου επιβατηγού αυτοκινήτου.
Συνεπώς είναι βάσιμος ο αφορών την ανταγωγή εκ του άρθρου 559 αριθ.19
πέμπτος (από παραδρομή αναφέρεται έκτος) λόγος της αιτήσεως
αναιρέσεως. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο
εφετείο που την εξέδωσε και του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από
δικαστές άλλους εκτός εκείνων που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ.3
ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ? αριθ. 5180/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Εφετείο για περαιτέρω εκδίκαση από
άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του
αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των δραχμών τριακοσίων
χιλιάδων (300.000).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 2001. Και

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις
23 Μαρτίου 2001.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 


281

1343/2001 ΑΠ (303431)

Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2001 (1), Δ/ΝΗ/2002 (446), ΕΔΠΟΛ/2002 (25)
Ακίνητα. Προϋποθέσεις συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας. Αναγκαστική
συγκυριότητα στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη του ακινήτου.
Ρυθμιστικό καθεστώς για τα κοινόχρηστα μέρη. Χώροι στάθμευσης
αυτοκινήτων σε πολυκατοικία. Αποτελούν κοινόκτητα πράγματα και όχι
διαιρεμένες ιδιοκτησίες. Αν υπάρχουν τέτοιες δικαιοπραξίες, τότε είναι
απολύτως άκυρες.
Προσδιορισμός εκτάσεως της πυλωτής.
Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Προϋποθέσεις παραδεκτού και
ορισμένου των αναιρετικών λόγων της παραβίασης κανόνων ουσιαστικού
δικαίου και έλλειψης νόμιμης βάσης. Κατάχρηση δικαιώματος.
(Επικυρώνει την 6636/1999 ΕφΑθ). Βλ. ενημερωτικό σημείωμα Γ.Κωστόπουλου στην
ΕΔΠΟΛ.



Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2001 (1), Δ/ΝΗ/2002 (446), ΕΔΠΟΛ/2002 (25)

Μ.N.
Αριθμός 1343/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ΄ Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αντιπρόεδρο,
Παύλο Μεϊδάνη, Δημήτριο Βούρβαχη, Αχιλλέα Ζήση και Νικόλαο Κασσαβέτη,
Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Ιανουαρίου
2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να
δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ............................. η οποία
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κωστόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου: ................................ ο οποίος
παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρούσο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-11-1997 αγωγή του ήδη
αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4.863/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και
6.636/1999 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-12-1999 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής
Αρεοπαγίτης Αχιλλέας Ζήσης ανέγνωσε την από 12-1-2001 έκθεσή του, με
την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινομένης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης
και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την
καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, 1, 2
παρ.1, 4 παρ.1, 5 και 13 του ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και
μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του Εισ.Ν.ΑΚ, σαφώς προκύπτει
ότι σε οριζόντια ιδιοκτησία ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή (διαιρεμένη)
κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε
αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως κατ?ανάλογη μερίδα
στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη του όλου ακινήτου, ήτοι αυτά που
χρησιμεύουν σε κοινή χρήση απ?όλους τους οροφοκτήτες ή ιδιοκτήτες
διαμερισμάτων (εφεξής ιδιοκτήτες), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται,
κατά την ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι
αυλές, οι πρωτότοιχοι, οι στέγη κλπ. Ο προσδιορισμός των εν λόγω
κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών, γίνεται είτε με τη συστατική
δικαιοπραξία της οροφοκτησίας, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ
όλων των ιδιοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ.1, 5 και 13 του ως άνω ν.
3741/1929. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από τη
συστατική δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο
προσδιορισμός που προβλέπεται από τις άνω διατάξεις. Ισχύει επίσης ο
προσδιορισμός που προβλέπεται από τις αναγκαστικού δικαίου
πολεοδομικές διατάξεις και όταν η πιο πάνω δικαιοπραξία ή συμφωνίες
αντίκεινται στις διατάξεις αυτές, όταν δηλαδή ο καθορισμός των
κοινόκτητων και κοινόχρηστων της οικοδομής, κατ?έκταση και
περιεχόμενο, με βάση την ανωτέρω δικαιοπραξία ή τις συμφωνίες έρχεται
σε ευθεία αντίθεση προς πολεοδομική διάταξη που απαγγέλλει ρητώς ή
σαφώς ακυρότητα. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 παρ.5
εδάφιο τελευταίο του ν. 960/1979 ?περί επιβολής υποχρεώσεων προς
δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων για την εξυπηρέτηση των
κτιρίων?, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/1981.
Κατ?αυτήν ?οι τυχόν δημιουργούμενες θέσεις στάθμευσης στον ελεύθερο
ισόγειο χώρο του κτιρίου, όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων
(Pilotis) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται να αποτελέσουν
διαιρεμένες ιδιοκτησίες?. Δηλαδή από τη διάταξη αυτή προκύπτει με
σαφήνεια ότι όταν η οικοδομή ανεγείρεται νόμιμα, ήτοι μετά από άδεια
ανοικοδόμησης της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, υπό το πολεοδομικό
σύστημα της πιλοτής, ήτοι του ελεύθερου ημιϋπαίθριου χώρου στο ισόγειο
του κτιρίου, που επικοινωνεί άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο και
ορίζεται γύρωθεν από το περίγραμμα τούτου (κτιρίου), ο χώρος αυτός δεν
μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες, που ν?ανήκουν δηλαδή σε
ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες της οικοδομής ή σε τρίτους, αλλά θα
παραμείνει κοινόκτητος και κοινόχρηστος όλων των ιδιοκτητών της
οικοδομής κατά την προσδιορισμένη ανάλογη μερίδα τούτων σ?αυτόν
(χώρο), δυνάμενοι όμως να προβούν σε καθορισμό της χρήσης του και ότι
αντίθετη συμφωνία των ιδιοκτητών είναι απολύτως άκυρη, ως αντικείμενη
στην αναγκαστικού δικαίου ως άνω απαγορευτική πολεοδομική διάταξη (ΑΚ
174, ίδ.Ολ.ΑΠ 5/1991). Περαιτέρω κατά το άρθρο 7 παρ.1 στοιχ. Β του
ν. 1577/85 (ΓΟΚ/1985), που επακολούθησε, για τον υπολογισμό του
συντελεστή δόμησης του πραγματοποιείται στο οικόπεδο δεν
προσμετρούνται: α)... β)? η) οι στεγασμένοι χώροι για τη στάθμευση
αυτοκινήτων, θ)? ι) ο ελεύθερος ημιϋπαίθριος χώρος που δημιουργείται
όταν το κτίριο κατασκευάζεται σε υποστηλώματα (pilotis) εφόσον έχει
1) επιφάνεια τουλάχιστον ίση με το 50% της επιφάνειας που καταλαμβάνει
το κτίριο, 2) στάθμη δαπέδου 0,50 μ. πάνω ή κάτω (+ 0,50 μ.) από την
οριστική στάθμη του περιβάλλοντος εδάφους σε κάθε σημείο του και 3)
ελεύθερο ύψος τουλάχιστον το προβλεπόμενο για χώρο κύριας χρήσης και
έως 3.00 μ. ή και μεγαλύτερο? Στην περίπτωση αυτή δεν προσμετρούνται
επίσης χώροι κλιμακοστασίων, ανελκυστήρων και εισόδων που βρίσκονται
στο χώρο αυτόν, επιφάνειας έως το 5% της επιφάνειας που καλύπτει το
κτίριο (και κατ? ελάχιστο όριο 30 τ.μ. για κάθε συγκρότημα
κλιμακοστασίου). Από τις πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες
τροποποιείται και συμπληρώνεται η ρύθμιση του άρθρου 1 του ν.
1221/1981 συνάγεται: α) ο ελεύθερος ημιυπαίθριος χώρος του ισογείου
(δηλ. η πιλοτή) μπορεί, εφόσον προβλέπεται από την οικοδομική άδεια,
να μην καταλαμβάνει ολόκληρο το ισόγειο του κτιρίου, αλλά το 50%
τούτου τουλάχιστον, στο οποίο όμως δεν περιλαμβάνονται οι χώροι
κλιμακοστασίων, ανελκυστήρων και εισόδων που βρίσκονται στο ισόγειο,
β) ότι το υπόλοιπο τμήμα του ισογείου και έως το 50% τούτου μπορεί να
είναι, σύμφωνα με την οικοδομική άδεια, πανταχόθεν περίκλειστο, οπότε
δεν περιλαμβάνεται στην πιλοτή, αφού δεν είναι ελεύθερος ημιϋπαίθριος
χώρος, ούτε αποτελεί κοινόκτητο και κοινόχρηστο χώρο, γ) ότι ο μεν
χώρος της πιλοτής δεν προσμετρείται στο συντελεστή δόμησης, ο δε
λοιπός περίκλειστος χώρος του ισογείου προσμετρείται, εκτός αν
στεγάζονται σ?αυτόν χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, δ) ότι το
περίκλειστο μέρος του ισογείου του κτιρίου, αφού δεν αποτελεί
κοινόχρηστο και κοινόκτητο μέρος της οικοδομής, μπορεί να αποτελεί
αυτοτελή διαιρεμένη ιδιοκτησία ή ν?ανήκει ως παρακολούθημα σε κάποια
οριζόντια ιδιοκτησία της οικοδομής. Στην προκείμενη περίπτωση με τον
1ο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη
απόφαση τις πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ διότι,
ενώ ισχυρίστηκε ότι οι υπ?αρ. Π3 και Π4 χώροι στάθμευσης της
περιγραφόμενης στο αναιρετήριο πολυκατοικίας, που καθορίστηκαν
συμβατικώς με τη συνταχθείσα στη συμβολαιογράφο Αθηνών Μυρσίνη
Χουζούρη και νόμιμα μεταγραφείσα υπ?αρ. 1573/1993 πράξη σύστασης
οριζόντιας ιδιοκτησίας για την εν λόγω οικοδομή και μεταβιβάστηκαν
σ?αυτήν ως αυτοτελείς (διαιρεμένες) οριζόντιες ιδιοκτησίες, με το
υπ?αρ. 1984/1995 μεταβιβαστικό συμβόλαιο της αυτής ως άνω συμβ/φου,
που μεταγράφηκε νόμιμα, βρίσκονται σε περίκλειστο τμήμα του ισογείου
της οικοδομής και δεν αποτελούν τμήμα της πιλοτής, αυτή
(αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση): α) Κατ?εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
των άρθρων 1 του ν. 1221/1981, 7 παρ.1 Β η και ι του Γ.Ο.Κ./1985 (ν.
1577/1985) και 174 ΑΚ δέχτηκε ότι οι πιο πάνω θέσεις στάθμευσης
βρίσκονται στο χώρο της πιλοτής αυτής και ότι οι εν λόγω συμφωνίες, με
τις οποίες τμήμα του χώρου της πιλοτής απώλεσε το χαρακτήρα του
κοινοχρήστου, χωρίστηκε σε αυτοτελείς ιδιοκτησίες (χώρους στάθμευσης),
στις οποίες απονεμήθηκε ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και
μεταβιβάστηκε σε τρίτους είναι απολύτως άκυρες. Και β) διέλαβε σε
σχέση με την παραδοχή της αυτή ανεπαρκείς αιτιολογίες, διότι δεν
αιτιολογεί γιατί οι περίκλειστοι χώροι στο ισόγειο της πολυκατοικίας
αποτελούν τμήμα της πιλοτής. Ο λόγος αυτός ως προς μεν το υπό στοιχ.
α? σκέλος του, είναι σύμφωνα με τα ως άνω εκτεθέντα, αόριστος, διότι
δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο: α) Αν ο πιο πάνω ισχυρισμός, που
προβλήθηκε στο Εφετείο, περιείχε όλα τα κατά τις πιο πάνω διατάξεις
απαιτούμενα στοιχεία, ώστε να είναι νόμιμος, ήτοι ότι το περίκλειστο
μέρος της πιλοτής είχε επιφάνεια έως το 50% του περιγράμματος του
ισογείου και ότι οι θέσεις στάθμευσης Π3 και Π4, που αποτελούν
διαιρεμένες ιδιοκτησίες, έχουν κατασκευαστεί όχι στον ελεύθερο
ισόγειο χώρο της πιλοτής, αλλά στο χώρο του ισογείου, που
προσδιορίστηκε ως περίκλειστος στο συνημμένο στο φάκελο της
πολεοδομικής άδειας σχεδιάγραμμα κάτοψης τούτου (ισογείου) και έχει
περιτοιχιστεί σύμφωνα με την εκδοθείσα οικοδομική άδεια, και β) όλες
τις πραγματικές παραδοχές του Εφετείου σε σχέση με τον πιο πάνω
ισχυρισμό της, ώστε να προκύπτει από το αναιρετήριο η προβαλλόμενη
νομική πλημμέλεια (Ολ.ΑΠ 32/96). Ως προς το υπό στοιχ. β? σκέλος του ο
πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού υπό την επίφαση
συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του από τον αρ.19 του άρθρ. 559
ΚΠολΔ λόγου πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας
ως προς τη σαφή και πλήρως αιτιολογημένη παραδοχή του ότι ο χώρος όπου
κατασκευάστηκαν οι άνω περίκλειστες θέσεις στάθμευσης αποτελούν τμήμα
της πιλοτής και όχι άλλου χώρου του ισογείου της πολυκατοικίας.

2. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται εάν
υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά
ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για την
εφαρμογή της διάταξης αυτής, που σκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας
και της ανηθικότητας κατά την ενάσκηση κάθε δικαιώματος και έχει ως
εκ τούτου έντονο το χαρακτήρα κανόνα δημόσια τάξης, δεν αρκεί
κατ?αρχήν μόνο η για μακρύ χρονικό διάστημα μη άσκηση του δικαιώματος
από το δικαιούχο, αλλ? απαιτείται η συνδρομή και περιστατικών από τα
οποία να εμφανίζεται συμπεριφορά, που να δημιουργεί ευλόγως την
πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θ?ασκήσει πλέον το δικαίωμά του, σε
τρόπο ώστε η παρά ταύτα άσκησή του, τείνουσα στην ανατροπή της
κατάστασης που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε και έχει συγκεκριμένες
επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, να αντίκειται κατά τρόπο που είναι
προφανής στα αντικειμενικά όρια που θέτει η διάταξη (Ολ.ΑΠ 2101/84).
Στην προκείμενη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου
προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε πρωτοδίκως και κατ?έφεση
για τη στήριξη της ένστασής της για καταχρηστική ένσταση του ένδικου
δικαιώματος: α) ξτι ήταν εκτός από αγοράστρια ενός διαμερίσματος της
πολυκατοικίας και των πιο πάνω θέσεων στάθμευσης (οριζόντιων
ιδιοκτησιών) και εργολήπτρια της οικοδομής, την οποία ανέλαβε
ν?ανεγείρει κατά το σύστημα της αντιπαροχής, ο δε αναιρεσίβλητος
συνοικοπεδούχος, ο οποίος έλαβε ως αντιπαροχή διαμέρισμα κατά 31 τ.μ.
μεγαλύτερο εκείνου που δικαιούνταν, διότι δεν θα λάμβανε θέση
στάθμευσης, και δήλωσε ότι είναι ικανοποιημένος από τη λύση αυτή. β)
ξτι ο αναιρεσίβλητος, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργολαβίας και
της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας για την εν λόγω οικοδομή,
γνώριζε πολύ καλά ότι η αντιπαροχή του υπολογίστηκε δίκαια κατά τον
πιο πάνω τρόπο και ότι δεν θα έχει δικαίωμα στάθμευσης του αυτοκινήτου
του στην πιλοτή αυτής και γ) ότι μετά πάροδο πενταετίας ο
αναιρεσίβλητος επιχειρεί να επαυξήσει έτι περαιτέρω την αξία της
ιδιοκτησίας του με το να εξασφαλίσει δικαίωμα σύγχρησης των θέσεων
στάθμευσης στην πιλοτή, διαταράσσοντας κατά τον τρόπο αυτό την
αναλογία μεταξύ της δικής του παροχής και της δικής του αντιπαροχής,
αφού η αξία της θέσης στάθμευσης έχει υπολογιστεί απ?αυτήν μεν στο
ύψος του εργολαβικού της ανταλλάγματος, από τον αναιρεσίβλητο δε η μη
παραχώρησή της σ?αυτόν στο εμβαδόν του διαμερίσματος που έλαβε ως
αντιπαροχή. Τον εν λόγω ισχυρισμό απέρριψε το Εφετείο ως μη νόμιμο με
τη συνοπτική αιτιολογία ότι τα προς θεμελίωση του ισχυρισμού τούτου
πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά να
καταστήσουν την άσκηση του ένδικου δικαιώματος καταχρηστική. λτσι που
έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281
ΑΚ, καθόσον με τα επικληθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, αληθή
υποτιθέμενα, η άσκηση του ένδικου δικαιώματος δεν υπερβαίνει προφανώς
τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, καθώς και ο
κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος σύγχρησης της
πιλοτής από τον αναιρεσίβλητο, διότι και με την υπόθεση ότι ο
αναιρεσίβλητος συμφώνησε, για τους πιο πάνω λόγους, να μην έχει
δικαίωμα στάθμευσης στην πιλοτή της πολυκατοικίας, δεν ενεργεί
καταχρηστικώς όταν αξιώνει την αναγνώριση της ακυρότητας των
μεταβιβαστικών συμβολαίων των επίμαχων χώρων στάθμευσης στην πιλοτή
της πολυκατοικίας και την κατεδάφιση των τοίχων που ανεγέρθηκαν γύρω
τους, ώστε να αποκατασταθεί η ελεύθερη χρήση της πιλοτής απ?όλους τους
ιδιοκτήτες της οικοδομής. Ο ίδιος λόγος, καθόσον στηρίζεται και στην
πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, πρέπει ν?απορριφθεί ως
απαράδεκτος, αφού προϋπόθεση για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης
είναι να εισέλθει το δικαστήριο στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης,
ενώ στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο απέρριψε τον πιο πάνω εκ του
άρθρου 281 ΑΚ ισχυρισμό ως μη νόμιμο (Ολ.ΑΠ 44/90).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 7-12-1999 αίτηση της ..... για αναίρεση της υπ΄αρ.
6636/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος
στη συζήτηση αναιρεσίβλητου εκ διακοσίων ογδόντα χιλιάδων (280.000)
δραχμών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαϊου 2001. Και

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 29 Ιουνίου
2001.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

127/2002 ΑΠ (310831)


Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2002 (1)
Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Προϋποθέσεις ορισμένου και
παραδεκτού του αναιρετικού λόγου της παραβίασης των κανόνων του
ουσιαστικού δικαίου και της ελλείψεως νομίμου βάσεως.
Δικαίωμα χρήσεως της πυλωτής σε πολυκατοικία. Παρεμπίπτων έλεγχος των
πολιτικών δικαστηρίων της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης.
(Επικυρώνει την 2164/1999 ΕφΘεσ).


Κ.Μ.
Αριθμός 127/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ? Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αντιπρόεδρο,
Παύλο Μεϊδάνη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Αθανάσιο Κρητικό και Αχιλλέα
Ζήση, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου
2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να
δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: ........................... οι οποίοι
εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Κουβέλη.

Των αναιρεσίβλητων: ........................... οι οποίοι
εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωστόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-1997 αγωγή των ήδη
αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34641/1997 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και
2164/1999 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας
απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31-12- 1999 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής
Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Κρητικός ανάγνωσε την από 20-11-2001 έκθεσή
του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης
αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της
αίτησης και ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της και
καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 1
ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει με σαφήνεια ν? αναφέρονται στο
αναιρετήριο: 1) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου και μάλιστα ενάριθμα,
που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, 2) οι πραγματικές διαπιστώσεις
(παραδοχές της ελάσσονος προτάσεως), που θεμελίωσαν την κρίση του
δικαστηρίου για το βάσιμο ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και 3) το
νομικό σφάλμα, δηλαδή που βρίσκεται η παραβίαση, κατά την ερμηνεία ή
εφαρμογή του κανόνα. Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος
από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει να
διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: 1) οι πραγματικές παραδοχές της
αποφάσεως ή η μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας, 2) ο
ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς
θεμελίωσή του, ως προς το οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και
η σύνδεσή του με το διατακτικό και 3) εξειδίκευση του σφάλματος του
δικαστηρίου, δηλαδή αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας,
μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποια επί
πλέον περιστατικά έπρεπε ν? αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη
του νομικού χαρακτηρισμού και αν πρόκειται για αντιφατικές
αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από
πού προκύπτει. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες
διατείνονται: α) με τον πρώτο λόγο, και κατά το πρώτο μέρος του, ότι
παραβιάσθηκαν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, β) με τον δεύτερο λόγο της
αιτήσεως αναιρέσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατ? εσφαλμένη
ερμηνεία του νόμου δέχθηκε, ότι ο όρος του συνταχθέντος με την
27248/22-4-1983 πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Νέτσκου
? Τσουκαλά κανονισμού της πολυκατοικίας, με τον οποίο προβλέπεται η
δυνατότητα αποκλειστικής χρήσεως της ??PILLOTIS?? από τους
αναιρεσείοντες, είναι άκυρος ως αντίθετος προς τις διατάξεις του ν.
1221/1981, γιατί μπορεί να συμφωνηθεί με ομόφωνη απόφαση των
συνιδιοκτητών η ρύθμιση συμμετοχής στη χρήση της ??PILLOTIS?? ή ότι
κάποιος από τους ιδιοκτήτες θα έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως στα
κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής αρκεί η συμφωνία αυτή να
καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, γ) με τον
τέταρτο λόγο, ότι κατά παράβαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, άλλως
με ανεπαρκή αιτιολογία, έκρινε, ότι οι αναιρεσείοντες, ενεργώντας κατά
παράβαση του κανονισμού, κατασκεύασαν σε κοινόχρηστο χώρο της
οικοδομής και συγκεκριμένα κάτω από την κλίμακα της εισόδου και πίσω
από τον ανελκυστήρα, αποθήκη, την οποία χρησιμοποιούν αποκλειστικώς
και δ) με τον τρίτο λόγο ότι με ανεπαρκή αιτιολογία δέχθηκε, ότι οι
αναιρεσείοντες από το Νοέμβριο του έτους 1984 κατασκεύασαν αυθαίρετα
ιδιόκτητο κτίσμα στο δώμα της οικοδομής και ότι με την παράνομη αυτή
συμπεριφορά τους απέκλεισαν τους αναιρεσιβλήτους από την ελεύθερη
χρήση του δώματος παρά τη ρύθμιση του κανονισμού, χωρίς να αναφέρει
με ποιόν τρόπο απέκλεισαν τους αναιρεσίβλητους από τη χρήση του
δώματος. Επομένως οι από τους αριθμούς 1, 1, 1 και 19 και 19 του
άρθρου 559 αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι και συνεπώς
απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο
εναρίθμως οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου, που φέρονται, ότι
παραβιάσθηκαν, σε τι συνίσταται η παραβίασή τους κατά την ερμηνεία κα
εφαρμογή τους, όπως επίσης δεν αναφέρονται οι πλήρεις παραδοχές της
προσβαλλόμενης αποφάσεως.

ΙΙ.- Το άρθρο 2 του ΚΠολΔ, ορίζει ότι ??τα πολιτικά δικαστήρια
απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που
υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται
τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή
υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των
ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως??. Από την διάταξη αυτή
προκύπτει, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δύνανται να ελέγχουν τη
νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, δηλαδή την αντίθεσή τους προς το
Σύνταγμα ή τους νόμους, εφόσον από το κύρος τους εξαρτάται η διάγνωση
της κρινόμενης διαφοράς ιδιωτικού δικαίου. Στα πλαίσια ενός τέτοιου
παρεμπίπτοντος ελέγχου τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν τις
παράνομες διοικητικές πράξεις ούτε αναγνωρίζουν την ακυρότητά τους.
Απλώς δεν τις εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βέβαια ένα από
τα χαρακτηριστικά της διοικητικής πράξεως είναι το τεκμήριο της
νομιμότητας. Σύμφωνα με βασική αρχή του διοικητικού δικαίου η
ελαττωματική ατομική διοικητική πράξη από την έναρξη της ισχύος μέχρι
την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση ή μέσω της διοικητικής οδού
παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της (τεκμήριο της νομιμότητας).
ξμως το τεκμήριο αυτό της νομιμότητας δεν εμποδίζει στα πολιτικά
δικαστήρια τον παρεμπίπτοντα έλεγχο ατομικής διοικητικής πράξεως. Η
δυνατότητα αυτή προκύπτει από την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρ. 2
ΚΠολΔ., αλλά και τον διαφορετικό σκοπό, που επιδιώκει η διοικητική σε
σχέση με την πολιτική δίκη. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει και όταν ακόμη
για την προσβολή της διοικητικής πράξεως προβλέπεται στο νόμο τρόπος
προσβολής της με προσφυγή ή αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του αρμοδίου
διοικητικού δικαστηρίου μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία έχει
παρέλθει άπρακτη. Το απρόσβλητο της ατομικής διοικητικής πράξεως μέσα
στην οριζόμενη προθεσμία του νόμου δεν αναιρεί την κατά το ιδιωτικό
δίκαιο τυχόν παρανομία, η οποία απορρέει από μια τέτοια διοικητική
πράξη. Δηλαδή παρά το απρόσβλητο της ατομικής διοικητικής πράξεως κατά
το διοικητικό δίκαιο, είναι δυνατό να μη αναιρείται η παρανομία κατά
το ιδιωτικό δίκαιο, όταν η ατομική διοικητική πράξη είναι αντίθετη με
κανόνα ιδιωτικού δικαίου ή με ιδιωτική συμφωνία δεσμευτική και του
προσώπου υπέρ του οποίου η ατομική διοικητική πράξη. Η διαφορετική
αυτή αντιμετώπιση μιας και της ίδιας διοικητικής πράξεως ανάλογα με τη
δικαιοδοσία, υπό την οπτική γωνία της οποίας αυτή εξετάζεται, δεν
αποτελεί ανωμαλία ή διάσπαση της έννομης τάξεως. Πράγματι η προσβολή
της πράξεως ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου σκοπό έχει
την ακύρωσή της, ενώ αντιθέτως η εξέταση της πράξεως στα πλαίσια της
πολιτικής δίκης έχει άλλο αντικείμενο, δηλαδή την άρση της
δημιουργηθείσας προσβολής κατά τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες
ιδιωτικού δικαίου ή αποζημίωση. Διαφορετικά η μία δικαιοδοσία θα
δέσμευε την άλλη χωρίς αυτό να μπορεί να δικαιολογηθεί πειστικώς. Θα
ήταν εξάλλου τούτο και αντίθετο στη ρύθμιση του άρθρ. 2 του ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου
αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρ. 559
αριθ. 4 του ΚΠολΔ απορρέουσα πλημμέλεια, για το λόγο, ότι καθ?
υπέρβαση δικαιοδοσίας προέβη σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους και
της νομιμότητας της υπό της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχίας
Θεσσαλονίκης εκδοθείσας 375/19.2.1997 αδείας για προσθήκη στο δώμα και
στη πιλοτή, η οποία αποτελούσε ατομική διοικητική πράξη, με την οποία
νομιμοποιήθηκαν τα επίδικα κτίσματα των αναιρεσειόντων. Συνεπώς ο
λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί, όπως συνάγεται από την
προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο επιτρεπτώς, κατά το άρθρ. 2 ΚΠολΔ,
προέβη στον παρεμπίπτοντα έλεγχο της μνησθείσας αποφάσεως του
γραφείου πολεοδομίας Νομαρχίας Θεσ/νίκης, έστω και αν είχε παρέλθει η
προθεσμία προσβολής της, όπως ισχυρίζονται με την αναίρεση οι
αναιρεσείοντες, αλλά όμως δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση, και ακολούθως έκρινε την απόφαση αυτή του Γραφείου
Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης ως άκυρη, γιατί εκδόθηκε με
βάση το Ν. 2300/1995, ο οποίος όμως με τις 6070/1996, 4572/1996 και
4573/1996 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ είχε κριθεί
αντισυνταγματικός, λόγω αντιθέσεώς του στο άρθρ. 24 του Συντάγματος
του 1975. IV. Κατ? ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση
αναιρέσεως πρέπει ν? απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες
στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων.

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 31-12-1999 αίτηση των
..........................για αναίρεση της 2164/1999 αποφάσεως του
Εφετείου Θεσ/νίκης. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των
αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξήντα ΕΥΡΩ
(1.060).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2002.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2002.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

11163/2014 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 627744)



(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Κατάχρηση δικαιώματος. Εννοια - προϋποθέσεις. Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος δανειστή

να εισπράξει την απαίτησή του. Πρόωρη άσκηση με επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη. Καταγγελία

συμβάσεως δανείου από Τράπεζα και έκδοση διαταγής πληρωμής. Ακυρότητα λόγω

καταχρηστικότητας.

(Η αναλυτική περίληψη θα εισαχθεί προσεχώς).

Η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια του συνδρομητή μας κου Ευθυμίου

Αναγνώστου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης.


Αριθμός απόφασης 11163/2014

Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής 7186/2012


ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαρία Σπυρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Σοφία Λυμπεριάδου,

Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, Αντώνιο Βαθρακοκοίλη, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Αναστασία

Γιουβανούδη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη την 131 Ιανουαρίου 2014 για να

δικάσει την υπόθεση μεταξύ:


ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ".............." και το

διακριτικό τίτλο «..............» που εδρεύει στο Δήμο Πυλαίας - Χορτιάτη και εκπροσωπείται νόμιμα,

2) .............., κατοίκου Φιλύρου Θεσσαλονίκης και 3) .............., κατοίκου Φιλύρου Θεσσαλονίκης,

που παραστάθηκαν η πρώτη και η τρίτη δια και ο δεύτερος μετά του πληρεξουσίου τους

δικηγόρου Θεσσαλονίκης Ευθυμίου Αναγνώστου (ΑΜΔΣΘ 4204), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.



ΤΗΣ ΚΑΘ` ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «..............» που

εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της

δικηγόρου Θεσσαλονίκης Λίζα Μικέλλη - Γαλλή (ΑΜΔΣΘ 4014), η οποία κατέθεσε προτάσεις.



Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 1.3.2012 ανακοπή τους που κατατέθηκε στη

Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7186/2.3.2012,

προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 14.1.2013 και γράφτηκε στο πινάκιο, κατά την

οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της

παρούσας.



Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν στο

ακροατήριο ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που

κατέθεσαν.





ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ



Οι ανακόπτοντες ζητούν με την κρινόμενη ανακοπή να ακυρωθεί για τους αναφερόμενους σ` αυτή

λόγους η υπ` αριθ. 1829/2012 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου

Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκαν, για απαίτηση που αφορά υπόλοιπο από σύμβαση

δανείου, να καταβάλουν οι ολόκληρον ο καθένας στην καθ` ης η ανακοπή, το ποσό των

203.689,41 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων.



Η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό κατά την τακτική διαδικασία, διότι αφενός η

διαφορά από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δικάζεται κατά την

τακτική διαδικασία, αφετέρου δε ασκήθηκε αυτή πριν από την 2-4-2012, οπότε άρχισε να ισχύει η

αντικατασταθείσα με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 4055/2012 διάταξη του άρθρου 632 του ΚΠολΔ,

και έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 και 585 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να

ερευνηθεί αν οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι (άρθ. 633 ΚΠολΔ).



Κατά το άρθρ. 281 AK η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης,

απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο

κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του

δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν

αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με

άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από

την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό

δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση

θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της

οποίας αυτός ελεύθερα κατν αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν η συγκεκριμένη περίπτωση

υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του

κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η

συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με

την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη

την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε,

μ` αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να

εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).



Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες

ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, διότι η καταγγελία εκ

μέρους της καθ` ης η ανακοπή της ένδικης υπ` αριθ. ............/3-5-2007 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού

δανείου ποσού 350.000 ευρώ, για ανέγερση από αυτούς οικοδομικού συγκροτήματος κατοικιών

οτη Χαλκιδική, έγινε κατά κατάχρηση δικαιώματος και ειδικότερα σε πλήρη και προφανή αντίθεση

προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Οτι ειδικότερα η καθ` ης η ανακοπή προέβη στην

σύναψη της ένδικης σύμβασης με την πρώτη εξ αυτών και στην εκταμίευση του ως άνω ποσού

του δανείου, ενώ προηγουμένως είχε εξασφαλιστεί εμπραγμάτως με την εγγραφή προσημείωσης

υποθήκης επί των ακινήτων της τρίτης εξ αυτών και άτυπα είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι η

αποπληρωμή των δόσεων του δανείου θα γίνεται με το τίμημα της σταδιακής πώλησης των

ακινήτων της τρίτης εξ αυτών, που θα καταβάλλονταν απευθείας στην καθ` ης από τον εκάστοτε

αγοραστή, αφού βεβαίως θα συναινούσε η καθ` ης στην μερική εξάλειψη της προσημείωσης που

αντιστοιχούσε στην κάθε φορά προς πώληση κατοικία. Οτι μολονότι η καθ` ης είχε συναινέσει

προηγουμένως περί τα μέσα του έτους 2010 στην μερική εξάλειψη της προσημείωσης επί μίας

κατοικίας της τρίτης εξ αυτών, η οποία πωλήθηκε και εισέπραξε αυτή η ίδια το τίμημα της

πώλησης και ενώ οι ίδιοι ήταν συνεπείς μέχρι τότε στην εμπρόθεσμη πληρωμή των δόσεων του

δανείου, απομένοντας υπόλοιπο ποσό 160.000 ευρώ πλέον τόκων, η καθ` ης, μολονότι τους

δημιούργησε αρχικώς την πεποίθηση ότι θα συναινούσε περαιτέρω στην μερική εξάλειψη

προσημείωσης επί μίας άλλης κατοικίας της τρίτης εξ αυτών για την οποία είχαν εξεύρει αγοραστή

και το συμφωνηθέν τίμημα ποσού 6ο.οοο θα καταβαλλόταν απευθείας στην ίδια (καθ` ης),

μειώνοντας ισόποσα το υπόλοιπο ποσό του δανείου, οπότε και αυτοί έλαβαν προκαταβολή από τον

αγοραστή και επιμελήθηκαν όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την πώληση της εν λόγω

κατοικίας, οι οποίες σημειωτέον ήταν χρονοβόρες λόγω της αλλοδαπής καταγωγής του αγοραστή

και απαιτούνταν για την αγορά από αυτόν έγκριση από το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας, εντούτοις,

αδικαιολόγητα δεν συναίνεσε, παρά τις συνεχείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες των ίδιων προς αυτήν,

στην εξάλειψη της προσημείωσης. Οτι εξαιτίας της άρνησης της καθ` ης να συναινέσει στην μερική

εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης, ματαιώθηκε οριστικά η πώληση της εν λόγω κατοικίας και

αυτοί περιήλθαν σε πλήρη αδυναμία να καταβάλουν εμπροθέσμως τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του

δανείου, οπότε η καθ` ης κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση δανείου και εξέδωσε την ανακοπτόμενη

διαταγή πληρωμής, με αποτέλεσμα να υποστούν ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη. Ο λόγος αυτός

της ανακοπής, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να

ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.



Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν κατά

τη συζήτηση της υπόθεσης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση

πρακτικά συνεδριάσεως και τα νόμιμα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα,

αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ` αριθ. ............/03.05-2007

σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου και της υπ` αριθ. ............/10.11.2008 πράξης τροποποίησης

που συνάφθηκε μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας, η οποία είναι κατασκευαστική εταιρία και

ασχολείται με την κατασκευή πολυώροφων οικοδομών ή συγκροτημάτων οικοδομών ή

μονοκατοικιών και πάσης φύσεως κτιρίων ή σε ιδιόκτητα οικόπεδα ή σε οικόπεδα τρίτων με το

σύστημα της αντιπαροχής και της καθ` ης η ανακοπή, στο Υποκατάστημα Ασβεστοχωρίου της

τελευταίας, χορηγήθηκε στην άνω ανακόπτουσα τοκοχρεωλυτικό δάνειο ύψους τριακοσίων

πενήντα χιλιάδων (350.000) ευρώ, για την ανέγερση - αποπεράτωση ενός συγκροτήματος

εξοχικών κατοικιών στην περιοχή «Σταυρονικήτα» Χαλκιδικής. Το ως άνω χορηγηθέν δάνειο, το

οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 60 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με τελικό έτος

εξόφλησης το 2012, εκταμιεύθηκε την 16.5.2007 και εξυπηρετήθηκε από τον με αριθμό ............

λογαριασμό παρακολούθησης. Ρητά μάλιστα είχε συμφωνηθεί καθ` ομολογία και της καθ` ης, ότι

για την αποπληρωμή του δανείου η πρώτη ανακόπτουσα - δανειολήπτρια, είχε δικαίωμα να

προβαίνει σε μερικές αποπληρωμές, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην σύμβαση, κάθε φορά που

αυτή πωλούσε κάποια από τις εξοχικές κατοικίες ιδιοκτησίας της τρίτης των ανακοπτόντων, που

βρίσκονταν στη Νικήτη Χαλκιδικής και εισέπραττε το τίμημα της εκάστοτε πώλησης. Μάλιστα,

όπως είχε συμφωνηθεί αλλά και όπως συνηθίζεται να γίνεται στην τραπεζική πρακτική καθ`

ομολογία της καθ` ης, η πρώτη ανακόπτουσα θα έπρεπε να υποβάλει προηγουμένως προς την καθ`

ης έγγραφο αίτημα με το οποίο να ζητεί να της χορηγηθεί επιστολή δέσμευσης της για την

συναίνεση στην εξάλειψη της υπέρ αυτής εγγραφείσας προσημείωσης υποθήκης από το εκάστοτε

προς πώληση ακίνητο, πριν την σύμβαση πώλησης και ακολούθως, μετά την κατάρτιση της

σύμβασης πώλησης, το τίμημα από τον εκάστοτε αγοραστή να καταβάλλεται απευθείας στην καθ`

ης έναντι του οφειλομένου υπολοίπου του δανείου. Την ως άνω σύμβαση δανείου υπέγραψαν ως

εγγυητές ο δεύτερος και η τρίτη των ανακοπτόντων και περαιτέρω προς εξασφάλιση της

απαίτησης της καθ` ης από την ανωτέρω σύμβαση δανείου, ενεγράφη την 11η Μαΐου 2007, στον

τόμο ... και με αριθμό ..., των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Συκιάς Χαλκιδικής,

προσημείωση υποθήκης α` σειράς, ποσού τετρακοσίων τριάντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων

(437.500) ευρώ, υπέρ της καθ` ης και κατά της τρίτης των ανακοπτόντων, δυνάμει της με αριθμό

903/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, επί τριών εξοχικών κατοικιών και

δη δύο μεζονέτων και ενός διαμερίσματος στην Νικήτη Χαλκιδικής, επί οικοπέδου ιδιοκτησίας της

τρίτης ανακόπτουσας. Ακολούθως αποδείχθηκε όπ λίγους μήνες αργότερα, δυνάμει της υπ` αριθ.

............/30-10-2007 σύμβασης χρεολυτικού δανείου, που συνάφθηκε και πάλι μεταξύ της καθ` ης

και την πρώτης ανακόπτουσας, την τήρηση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν και πάλι ο δεύτερος

και η τρίτη των ανακοπτόντων, χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα νέο τοκοχρεωλυτικό

δάνειο ύψους 200.000 ευρώ, με σκοπό την αποπεράτωση του ιδίου ως άνω αναφερόμενου

συγκροτήματος εξοχικών κατοικιών που η πρώτη ανακόπτουσα κατασκεύαζε στη θέση

«Σταυρονικήτα» Χαλκιδικής. Το εν λόγω χορηγηθέν δάνειο, συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε

τριμηνιαίες, ισόποσες, συνεχείς, χρεωλυτικές δόσεις, με τελικό έτος εξόφλησης το 2010 και

ακολούθως πριν την εκταμίευσή του που έλαβε χώρα την 12.11.2007, προς εξασφάλιση της

απαίτησης της καθ` ης από την ανωτέρω σύμβαση, ενεγράφη στα βιβλία υποθηκών του

Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας Χαλκιδικής, προσημείωση υποθήκης α` σειράς, ποσού διακοσίων

πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ, υπέρ της καθ` ης και κατά της τρίτης των ανακοπτόντων,

δυνάμει της με αριθμό 2168/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, επί των

υπό ανέγερση από την πρώτη ανακόπτουσα εξοχικών κατοικιών στη θέση «Σταυρονικήτα»

Χαλκιδικής, επί οικοπέδου ιδιοκτησίας της τρίτης ανακόπτουσας. Περί τα μέσα του έτους 2008 η

πρώτη ανακόπτουσα υπέβαλε αίτημα στην καθ` ης σχετικά με τη χορήγηση συμπληρωματικού,

στο ως άνω δάνειο των 200.000 ευρώ, δανείου συνολικού ποσού 100.000 ευρώ και η τελευταία

την διαβεβαίωσε για τη σύναψη αντίστοιχης συμπληρωματικής σύμβασης και λήψη δανείου ποσού

100.000 ευρώ, πλην όμως απαίτησε τη διενέργεια αυτοψίας επί του υπό ανέγερση κτιριακού

συγκροτήματος, όπερ και εγένετο με την πολιτικό μηχανικό της καθ` ης, ονόματι ............ και

ακολούθως απαίτησε την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης ανακόπτουσας, γεγονός

που επίσης έπραξε η πρώτη ανακόπτουσα (βλ. το με αριθμό φύλλου 12093/24.10.2008 ΦΕΚ

Ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης), συμμορφούμενη πλήρως στις

απαιτήσεις της καθ` ης για την εκ νέου δανειοδότησή της, επωμιζόμενη μάλιστα η ίδια και όλα τα

σχετικά έξοδα προς τούτο. Περαιτέρω όμως η καθ` ης αδικαιολόγητα δεν προέβη στην χορήγηση

του νέου συμπληρωματικού δανείου που είχε υποσχεθεί στην πρώτη ανακόπτουσα, χωρίς καμία

περαιτέρω διευκρίνιση, εξήγηση ή αιτιολογία για την στάση της αυτή. Παρά ταύτα, η πρώτη

ανακόπτουσα συνέχισε να είναι ουνεπής ως προς την εμπρόθεσμη εξόφληση των συμφωνημένων

δόσεων των ως άνω δύο δανείων και την 22.1.2009, επειδή ακριβώς είχε εξεύρει αγοραστή για την

πώληση μίας μεζονέτας από τις υπό κατασκευή κατοικίες στη θέση Σταυρονικήτα Χαλκιδικής,

υπέβαλε προς την καθ` ης το από 22.1.2009 έγγραφο αίτημα με το οποίο ζητούσε να της

χορηγηθεί επιστολή δέσμευσης της για την συναίνεση στην εξάλειψη της υπέρ αυτής εγγραφείσας

προσημείωσης υποθήκης από το προς πώληση ακίνητο, ώστε με το επισπραχθέν τίμημα να

εξοφλήσει το ως άνω δεύτερο δάνειο ποσού 200.000 ευρώ. Η καθ` ης με την από 4/2/2009

απαντητική επιστολή της δήλωσε ότι θα συναινέσει στην εξάλειψη της προσημείωσης εφόσον

εξοφληθούν οι απαιτήσεις της που εξασφαλίζονται με το εμπράγματο αυτό βάρος και ακολούθως

την 30/03/2009 η πρώτη ανακόπτουσα εξόφλησε με το εισπραχθέν τίμημα πλήρως και ολοσχερώς

το υπόλοιπο ποσό του δεύτερου ως άνω δανείου, που ανερχόταν κατά την ημέρα εκείνη στο ποσό

των 202.176,68 ευρώ και η καθ` ης έδωσε εντολή στα αρμόδια όργανα της για εξάλειψη της

προσημείωσης, όπερ και εγένετο. Περαιτέρω, αναφορικά με το πρώτο δάνειο της υπ` αριθ.

............/03-05.2007 ένδικης σύμβασης, των 350.000 ευρώ, για την λογιστική παρακολούθηση της

οποίας τηρήθηκε ο υπ` αριθ. ............ λογαριασμός, αποδείχθηκε ότι η πρώτη ανακόπτπουσα, λόγω

της επερχόμενης οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα και ιδιαίτερα τον κατασκευαστικό

κλάδο των οικοδομικών επιχειρήσεων στον οποίο αυτή δραστηριοποιείται, υπέβαλε ήδη περί τα

τέλη του έτους 2008 αίτημα προς την καθ` ης για την μείωση του ποσού των δόσεων του δανείου

αυτού, πλην όμως η καθ` ης ουδόλως απάντησε, ενώ η πρώτη ανακόπτουσα συνέχισε μέχρι τον

Φεβρουάριο του έτους 2009 να πληρώνει εμπροθέσμως τις ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτού και έκτοτε

άρχισε να πιέζει εκ νέου την καθ` ης για εξέταση του αιτήματος της για παροχή προς αυτήν

διευκόλυνσης, ήτοι περιόδου χάριτος ως προς την καταβολή του κεφαλαίου με την ταυτόχρονη

καταβολή μόνον τόκων. Εν συνεχεία η πρώτη ανακόπτουσα καθυστέρησε την καταβολή μέρους

της δόσης του μηνός Μαρτίου και ολόκληρη τη δόση του μηνός Απριλίου 2009, οπότε η καθ` ης

της απέστειλε την από 12.5.2009 επιστολή της με την οποία ενημέρωσε την πρώτη ανακόπτουσα

για την καθυστέρηση των εν λόγω δόσεων του δανείου και την καλούσε για την άμεση πληρωμή

τους, εντός προθεσμίας πέντε ημερών από τη λήψη της επιστολής, χωρίς να δίνει οποιαδήποτε

απάντηση στο προηγούμενο αίτημα της ανακόπτουσας για παροχή διευκόλυνσης. Τότε η πρώτη

ανακόπτουσα απέστειλε αρχικώς την από 27.5.2009 επιστολή της, με την οποία διαμαρτυρόταν

έντονα στην καθ` ης για την αδιάφορη στάση της στο υποβληθέν αίτημά της και την καλούσε να

το εξετάσει άμεσα, πλην όμως η τελευταία και πάλι δεν απάντησε, οπότε η πρώτη ανακόπτουσα

της απέστειλε εκ νέου την από 10.6.2009 εξώδικη διαμαρτυρίας της, με παρόμοιο περιεχόμενο,

επισημαίνοντας μάλιστα την μέχρι τότε συνεπή στάση της απέναντι στην καθ` ης ως προς την

εξόφληση του προηγούμενου δανείου των 200.000 ευρώ και της εφιστούσε την προσοχή να την

λάβει σοβαρά υπόψη. Τότε πλέον η καθ` ης δέχθηκε και υπογράφηκε η από 30.6.2009 με αριθμό

............ πρόσθετη πράξη, με την οποία χορηγήθηκε στην ανακόπτουσα περίοδος χάριτος διάρκειας

έξι (6) μηνών, αρχόμενη την 16.07.2009 και λήγουσα την 16.01.2010, σύμφωνα με την οποία

κατά το διάστημα αυτό υπήρχε υποχρέωση μηνιαίας καταβολής μόνον των τόκων. Ακολούθως,

δυνάμει νέου από 21.01.2010 εγγράφου αιτήματος της πρώτης ανακόπτουσας για χορήγηση

περαιτέρω περιόδου χάριτος σ` αυτήν, υπογράφηκε την 31η.03.2010 η υπ` αριθ. ............ πρόσθετη

πράξη, με την οποία: α) χορηγήθηκε σ` αυτήν νέα περίοδος χάριτος διάρκειας δέκα (10) μηνών,

αρχόμενης την 16.03-2010 και λήγουσας την 16.12.2010, κατά την οποία και πάλι υπήρχε

υποχρέωση καταβολής μόνον των τόκων, β) έλαβε χώρα κεφαλαιοποίηση των δόσεων του

χρονικού διαστήματος από 16.1.2009 έως 16.02.2010, γ) συμφωνήθηκε η εξόφληση του δανείου

σε 17 συνεχείς τοκοχρεολυτικές δόσεις, η πρώτη από τις οποίες θα έπρεπε να καταβληθεί την

16.1.2011 και κάθε μία από τις επόμενες την ίδια ημερομηνία των επόμενων, μετά την πάροδο της

αυτής χρονικής περιόδου, μηνών, με τελικό έτος εξόφλησης το 2012 και δ) συμφωνήθηκε ότι

ειδικά για, το διάστημα από 16.1.2011 έως 16.6.2011, η πρώτη ανακόπτουσα θα έπρεπε να

καταβάλει μόνο το 50% της προσδιοριζόμενης κατά τη σύμβαση τοκοχρεολυτικής δόσης, ενώ το

υπόλοιπο της κάθε μίας από τις δόσεις αυτές θα κεφαλοποιούνταν επιμεριζόμενο στις δόσεις που

έπονταν της άνω χρονικής περιόδου. Παράλληλα η πρώτη ανακόπτουσα αρχές Μαρτίου 2010,

επειδή ακριβώς είχε εξεύρει ως αγοραστή τον ............ για την πώληση μίας κατοικίας στη Νικήτη

Χαλκιδικής (η οποία αποτελούσε μία από τις προαναφερόμενες τρεις εξοχικές κατοικίες επί των

οποίων είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της καθ` ης για την εμπράγματη εξασφάλιση

του εν λόγω δανείου), υπέβαλε προς την καθ` ης έγγραφο αίτημα με το οποίο ζητούσε να της

χορηγηθεί επιστολή δέσμευσής της για την συναίνεση στην εξάλειψη της υπέρ αυτής εγγραφείσας

προσημείωσης υποθήκης από το προς πώληση ακίνητο, ώστε με το επισπραχθέν τίμημα αυτού να

εξοφλήσει μέρος του εν λόγω δανείου (ποσού 350.οοο ευρώ). Η καθ` ης εξέτασε το αίτημα αυτό με

το από 27.4.2010 έγγραφο της και δήλωσε ότι θα συναινέσει στην εξάλειψη της προσημείωσης

εφόσον εξοφληθούν οι απαιτήσεις της που εξασφαλίζονται με το εμπράγματο αυτό βάρος και

ακολούθως την 12.5.2010 η πρώτη ανακόπτουσα κατέβαλε το εισπραχθέν τίμημα, ποσού

68.233,90 ευρώ έναντι του υπολοίπου ποσού του δανείου, που ανερχόταν κατά την ημέρα εκείνη

στο ποσό των 246.051,71 ευρώ, οπότε και απέμεινε υπόλοιπο οφειλής ποσού 177.817,81 ευρώ και

η καθ` ης έδωσε εντολή στα αρμόδια όργανα της για εξάλειψη της προσημείωσης, όπερ και

εγένετο. Παράλληλα με τον ως άνω αγοραστή, αποδείχθηκε ότι η πρώτη ανακόπτουσα είχε εξεύρει

αρχές Μαρτίου 2010 και έτερο αγοραστή για την πώληση μίας άλλης κατοικίας στη Νικήτη

Χαλκιδικής (η οποία αποτελούσε μία από τις προαναφερόμενες τρεις εξοχικές κατοικίες επί των

οποίων είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της καθ` ης για την εμπράγματη εξασφάλιση

του εν λόγω δανείου) και υπέβαλε προς την καθ` ης προφορικό αίτημα με το οποίο ζητούσε να της

χορηγηθεί επιστολή δέσμευσης της για την συναίνεση στην εξάλειψη της υπέρ αυτής εγγραφείσας

προσημείωσης υποθήκης από το προς πώληση ακίνητο, ώστε με το εισπραχθέν τίμημα αυτού

ανερχόμενου στο ποσό των 60.000 ευρώ, να εξοφλήσει μέρος του εν λόγω δανείου (ποσού

350.000 ευρώ). Ενόψει των προφορικών διαβεβαιώσεων της καθ` ης ότι θα συναινέσει και πάλι

στην μερική εξάλειψη της εν λόγω προσημείωσης με την καταβολή σ` αυτήν του τιμήματος των

όο.οοο ευρώ, η πρώτη ανακόπτουσα υπέγραψε με την υποψήφια αγοράστρια ............, το από

10.3.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η πρώτη υποσχέθηκε τη μεταβίβαση του εν λόγω

ακινήτου προς τη δεύτερη, αντί του συνολικού τιμήματος των 50.000 ευρώ και έλαβε η πρώτη

ταυτόχρονα ως προκαταβολή έναντι του άνω τιμήματος, το ποσό των 5.000 ευρώ, με την

περαιτέρω συμφωνία η εξόφληση του υπόλοιπου τιμήματος των 55.000 ευρώ να γίνει με την

σύνταξη του οριστικού συμβολαίου, το οποίο θα καταρτιζόταν μετά τη χορήγηση στην άνω

αγοράστρια ειδικής άδειας από το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας, περί άρσης απαγόρευσης του ν.

1892/1990. Γινόταν δε αναφορά στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό περί της εγγραφής

προσημείωσης επί του εν λόγω ακινήτου υπέρ της καθ` ης και ότι το τίμημα αυτού θα

καταβαλλόταν από την αγοράστρια απευθείας στην καθ` ης, προκειμένου η τελευταία να συναινέσει

στην άρση της προσημείωσης που ήταν εγγεγραμμένη επ` αυτού. Κατά τη διάρκεια αναμονής της

προσκόμισης από την άνω αγοράστρια της απόφασης περί άρσης της απαγόρευσης του άρθρου 25

παρ. 1 του Ν. 1892/1990, ώστε να ακολουθήσει η σύνταξη του οριστικού συμβολαίου πώλησης

του εν λόγω ακινήτου προς αυτήν και ακολούθως να αρθεί η προσημείωση που αντιστοιχούσε σε

αυτό, η καθ` ης με την υπ` αριθ. ............/21.09.2010 πρόσθετη πράξη δέχθηκε: α) κεφαλαιοποίηση

των ανεξόφλητων δόσεων του χρονικού διαστήματος από 16.04.2010 έως 15.12.2010 και β)

συνέχιση της περιόδου χάριτος μέχρι την 15.12.2010 και κεφαλαιοποίηση των τόκων της περιόδου

αυτής με επιμερισμό τους στις υπολειπόμενες δόσεις. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι εκδόθηκε η από

24.1.2011 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Αμυνας, με την οποία ήρθη η απαγόρευση του άρθρου

25 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 ως προς την άνω αγοράστρια ............ αναφορικά με την αγορά του

εν λόγω ακινήτου και αυτή προσκόμισε την απόφαση αυτή στην πρώτη ανακόπτουσα,

προκειμένου να καταρτισθεί η προσυμφωνημένη σύμβαση πώλησης. Ετσι η πρώτη ανακόπτουσα

απευθύνθηκε τέλη Ιανουαρίου του έτους 2011 στη διευθύντρια του Υποκαταστήματος της καθ` ης

στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης και αφού την ενημέρωσε για την άρση της εν λόγω απαγόρευσης,

της ζήτησε να της χορηγηθεί επιστολή δέσμευσης της καθ` ης για την συναίνεση στην εξάλειψη της

υπέρ αυτής εγγραφείσας προσημείωσης υποθήκης από το προς πώληση ακίνητο, όπως είχαν

συμφωνήσει από τις αρχές Μαρτίου του έτους 2010. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η καθ` ης

κωλυσιεργούσε, μολονότι γνώριζε εξ` αρχής ότι η πρώτη ανακόπτουσα δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια

για την αποπληρωμή των δόσεων του δανείου, ότι η εξόφληση αυτών γινόταν μέσω της πώλησης

των ακινήτων που κατασκεύαζε αλλά και ότι εξαιτίας της καθυστέρησής της κινδύνευε να

ματαιωθεί η πώληση, διότι όπως είναι τοις πάσι γνωστό οι αγοραστές δεν περιμένουν επ` αόριστον

τους πωλητές, τη στιγμή μάλιστα που λόγω της οικονομικής κρίσης οι ευκαιρίες για τους πρώτους

είναι πλέον πολλές και μπορούν να διαπραγματεύονται έχοντας τον πρώτο λόγο. Αδικαιολόγητα

λοιπόν η καθ` ης, χωρίς καμία αρχική εξήγηση, εκώφευσε στο αγωνιώδες αίτημα της πρώτης

ανακόπτουσας και στις συνεχείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες αυτής, που ήταν ιδιαίτερα έντονες και

αντί να δώσει την έγγραφη δέσμευσή της ότι θα συναινέσει στην εξάλειψη της προσημείωσης,

ξαφνικά τον Απρίλιο του έτους 2011 δήλωσε προφορικά στην πρώτη ανακόπτουσα ότι δεν

συμφωνεί με την πώληση του ακινήτου στο ποσό των 60.000 ευρώ αλλά απαίτησε το τίμημα να

ανέλθει στο ποσό των 100.000 ευρώ προκειμένου εν συνεχεία να καταβληθεί στην ίδια (καθ` ης)

και ακολούθως ζήτησε να γίνει επανεκτίμηση του ακινήτου, γεγονός που ήξερε ότι θα επιφέρει

επιπλέον καθυστέρηση και που είχε ακολούθως ως αποτέλεσμα, να χαθεί η εμπιστοσύνη της ως

άνω αγοράστριας ............ στο πρόσωπο της ανακόπτουσας, να αποσύρει αυτή το ενδιαφέρον της

για την αγορά της εν λόγω κατοικίας και να ματαιωθεί οριστικά η σύμβαση πώλησης της ένδικης

κατοικίας. Η προβολή εκ μέρους της καθ` ης των ανωτέρω ισχυρισμών έναντι της πρώτης

ανακόπτουσας, για πρώτη φορά τον Απρίλιο του έτους 2011 κρίνεται από το Δικαστήριο

αδικαιολόγητη και προσχηματική και τούτο για τους εξής λόγους. Αδικαιολόγητη διότι, όπως ήδη

προαναφέρθηκε, αυτή είχε ήδη συμφωνήσει στην εξάλειψη της προσημείωσης επί του εν λόγω

ακινήτου με την καταβολή προς αυτήν του τιμήματος των 60.000 ευρώ, γνωρίζοντας ότι το ποσό

αυτό αντιστοιχούσε στην κατά τον χρόνο εκείνο πραγματική εμπορική αξία του εν λόγω ακινήτου

και όχι των 100.000 ευρώ που αίφνης και αδικαιολόγητα απαιτούσε αυτή. Η κρίση αυτή του

Δικαστηρίου ενισχύεται από την σύγκριση της περιγραφής των δύο ακινήτων της τρίτης

ανακόπτουσας, ήτοι μεταξύ αυτού που πωλήθηκε προηγουμένως στον Ηλία Βαβαρούτσο αντί

τιμήματος 68.233,90 ευρώ και για το οποίο η καθ` ης συναίνεσε στην εξάλειψη της εγγραφείσας

προσημείωσης επ` αυτού με την καταβολή σ` αυτήν του άνω ποσού και μεταξύ αυτού που θα

αγόραζε η ............, αντί τιμήματος 60.000 ευρώ που θα καταβαλλόταν στην καθ` ης, από την

οποία (σύγκριση) ασφαλώς προκύπτει ότι το πρώτο ακίνητο υπερείχε οικονομικώς του δεύτερου

ακινήτου, καθόσον πρόκειται για δύο ακίνητα που βρίσκονταν στο ίδιο κτίριο Ζ και από τα οποία

το πρώτο ήταν μεζονέτα, αποτελούμενη από δύο ορόφους, ήτοι υπόγειο εμβαδού 21 τ.μ. και

ισόγειο εμβαδού 33,60 τ.μ., και η καθ` ης είχε συναινέσει στην εξάλειψη της προσημείωσης με την

καταβολή σ` αυτήν του ποσού των 68.233,90 ευρώ, ενώ το δεύτερο ακίνητο (που θα πωλούνταν

στην ............) ήταν διαμέρισμα εμβαδού 33,60 τ.μ. και η καθ` ης απαιτούσε την καταβολή προς

αυτήν του τιμήματος 100.000 ευρώ ενώ η αξία του δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει την αξία του

πρώτου ακινήτου και ως εκ τούτου δε θα μπορούσε να ανέλθει στο ποσό των 100.000 ευρώ που

αδικαιολόγητα ζητούσε αίφνης τον Απρίλιο του έτους 2011 η καθ` ης. Προσχηματική δε κρίνεται η

ως άνω απαίτηση της καθ` ης για εκτίμηση του εν λόγω ακινήτου, καθόσον είχε προσυμφωνήσει

να συναινέσει στην εξάλειψη της προσημείωσης με την καταβολή σ` αυτήν του ποσού των 60.000

ευρώ και δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να γίνει επανεκτίμηση του ακινήτου, λαμβανομένου

υπόψη ότι λόγω της οικονομικής κρίσης η αξία αυτού σε κάθε περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να

έχει αυξηθεί από την αρχική του εκτίμηση, όπως άλλωστε επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας της καθ` ης

κατά την εξέταση του ενώπιον του ακροατηρίου, απεναντίας θα μπορούσε να έχει μειωθεί η αξία

του, πλην όμως η επανεκτίμηση του ακινήτου αυτού θα είχε σημασία για την καθ` ης μόνον για την

περίπτωση που η πρώτη ανακόπτουσα της δήλωνε ότι τελικώς μειώθηκε η αξία του ακινήτου και

ο αγοραστής δεν συμφωνεί να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα των 60.000 ευρώ, αλλά

μικρότερο από αυτό το ποσό, πράγμα το οποίο όμως δεν συνέβη ποτέ. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η

καθ` ης προφασίστηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του έτους 2011 την επανεκτίμηση του

ακινήτου, με μοναδικό σκοπό να ματαιώσει την πώληση του ακινήτου στο συμφωνηθέν τίμημα

των 60.00 ευρώ. Αλλωστε και ίδιος ο μάρτυρας της καθ` ης, μολονότι κατέθεσε ότι η αξία του εν

λόγω ακινήτου δεν είχε αυξηθεί από το έτος 2010 μέχρι το έτος 2011, εντούτοις δεν έδωσε κάποια

απάντηση στο ερώτημα που του τέθηκε σχετικά με το πού αποσκοπούσε η απαίτηση της καθ` ης

για επανεκτίμηση του ακινήτου, ενώ παράλληλα ο ίδιος μάρτυρας, μολονότι απέκρυψε το γεγονός

ότι η καθ` ης αρνούνταν να συναινέσει στην εξάλειψη επειδή διαφωνούσε με το καταβληθέν σ`

αυτή από την αγοράστρια τίμημα των 60.000 ευρώ, ωστόσο δεν μπόρεσε να δώσει κάποια λογική

εξήγηση για τον λόγο που τελικώς η καθ` ης αρνήθηκε να συναινέσει στην εξάλειψη της

προσημείωσης. Μάλιστα αυτός, αντί των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών,

θεώρησε πιθανότερο το ενδεχόμενο να είχε περιπέσει το αίτημα της πρώτης ανακόπτουσας σε

κάποιο συρτάρι της καθ` ης και να μην είχε προωθηθεί στον αρμόδιο υπάλληλο της καθ` ης σε

κεντρικό κατάστημα της εντός της Θεσσαλονίκης. Ασφαλώς ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει

απορριπτέος, λαμβανομένης υπόψη της αγωνίας της πρώτης ανακόπτουσας και των συνεπεία

αυτής αλλεπάλληλων ερωτημάτων και οχλήσεων που απεύθυνε προς τον Διευθυντή του

Υποκαταστήματος του Ασβεστοχωρίου της καθ` ης, ο οποίος και να ήθελε να το ξεχάσει, δεν τον

άφηνε η πρώτη ανακόπτουσα. Η πρώτη ανακόπτουσα διαμαρτυρόμενη έντονα για την ως άνω

ολιγωρία της καθ` ης, απέστειλε στην τελευταία την από 29.6.2011 εξώδικη διαμαρτυρία της, με

την οποία αφού περιέγραφε όλα όσα συνέβησαν από την αρχή της συνεργασίας τους μέχρι την

ματαίωση της σύμβασης πώλησης του ακινήτου της από υπαιτιότητα της καθ` ης, την καλούσε να

αγοράσει το ακίνητο αυτό καθώς και το έτερο ακίνητο επί του οποίου είχε εγγραφεί προσημείωση,

αντί του συνολικού ποσού των 180.000 ευρώ και να διαγραφεί το υπόλοιπο της οφειλής της από

το εν λόγω δάνειο. Αποτέλεσμα της άρνησης της καθ` ης να συναινέσει στην εξάλειψη της εν λόγω

προσημείωσης και της συνεπεία αυτής ματαίωσης της πώλησης του ακίνητου της τρίτης

ανακόπτουσας, ήταν η ανεπανόρθωτη βλάβη της πρώτης ανακόπτουσας, η οποία αδυνατώντας να

ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της καθ` ης τράπεζας, οδηγήθηκε

έκτοτε στην αναγκαστική μη αποπληρωμή των δόσεων του ένδικου δανείου, μολονότι μέσω της

πώλησης των κατοικιών επί των οποίων είχε εγγραφεί προσημείωση υπέρ της καθ` ης σκόπευε να

αποπληρώσει σταδιακά το ληφθέν από την καθ` ης δάνειο. Εξάλλου η πρώτη ανακόπτουσα δεν

είχε την δυνατότητα να απευθυνθεί σε κάποιο άλλο πιστωτικό ίδρυμα για τη χρηματοδότηση της,

αφού ήδη με παρότρυνση του διευθυντή της καθ` ης είχε μεταφέρει όλες τις τραπεζικές συναλλαγές

της και τα δάνεια της στην καθ` ης και ήταν εξ αυτού του λόγου άμεσα εξαρτώμενη από τον

χειρισμό εκ μέρους της καθ` ης των συμβάσεων των δανείων της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο

τηρηθείς για την εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης δανείου λογαριασμός κινήθηκε μέχρι την

20.12.2011, οπότε η καθ` ης, επικαλούμενη ότι η πρώτη ανακόπτουσα δεν είχε επιδείξει συνέπεια

στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της, κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση δανείου και έκλεισε τον

λογαριασμό και με την από 20.12.2011 επιστολή της γνωστοποίησε εγγράφως στους

ανακόπτοντες ότι το κατά το οριστικό κλείσιμο χρεωστικό εις βάρος της πρώτης ανακόπτουσας

υπόλοιπο ανερχόταν σε 203.689,41 ευρώ και κάλεσε τους ανακόπτοντες σε καταβολή του. Στη

συνέχεια δε η καθ` ης αιτήθηκε την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής του Δικαστή του

Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να

της καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 203.689,41 ευρώ πλέον

τόκων. Η καταγγελία της ένδικης σύμβασης και η συνακόλουθη έκδοση της ένδικης διαταγής

πληρωμής, έγινε βέβαια κατά τα άρθρα 6 και 10 της ένδικης σύμβασης δανείου, σύμφωνα με τα

οποία η καθ` ης τράπεζα διατηρεί το δικαίωμά της να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση

υπερημερίας της πρώτης ανακόπτουσας ως προς την καταβολή των δόσεων του δανείου, όμως η

πιο πάνω άσκηση του δικαιώματος αυτού υπερβαίνει καταφανώς τον κοινωνικό και οικονομικό

σκοπό του δικαιώματος της καταγγελίας και προσκρούει στα χρηστά ήθη, τα δε οικονομικά

προβλήματα που εμφάνισε η ανακόπτουσα και οδήγησαν στην υπερημερία της, ήταν απόρροια της

παραπάνω άρνησης της καθ` ης τράπεζας να συναινέσει στην εξάλειψη της προσημείωσης επί του

προαναφερόμενου ακινήτου της πρώτης ανακόπτουσας και της συνεπεία της άρνησης αυτής

ματαίωσης της πώλησης, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι υφίστατο ανυπαρξία κινδύνου για τα

συμφέροντα της καθ` ης από τη λειτουργία της μεταξύ τους σύμβασης, με δεδομένο ότι οι

απαιτήσεις της καθ` ης από την όλη λειτουργία της ένδικης σύμβασης καλύπτονταν με επαρκείς

εμπράγματες εξασφαλίσεις επί του τρίτου εναπομείναντος ακινήτου της τρίτης ανακόπτουσας, επί

του οποίου υπήρχε εγγραμμένη προσημείωση υποθήκης και η εμπορική αξία του οποίου

αποδείχθηκε ότι ανερχόταν στο ποσό των 130.000 ευρώ. Εξάλλου η ενάσκηση των δικαιωμάτων

της καθ` ης τράπεζας έναντι της δανειολήπτριας 1ης ανακόπτουσας θα πρέπει να διέπεται από τις

αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών (ΑΚ 178, 200, 288), οι οποίες

επιβάλουν - λόγω και της φύσεως της πιστωτικής σχέσεως ως διαρκούς ενοχικής σχέσης ιδιαίτερης

εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών - την υποχρέωση πίστης και προστασίας εν γένει

των συμφερόντων των πελατών της, έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε υπέρμετρα επαχθής

συνέπεια, ικανή να επιφέρει βλάβη σ` αυτούς (δανειολήπτες). Ειδικότερα, η προαναφερόμενη

συμπεριφορά της καθ` ης τράπεζας που προηγήθηκε της άρνησής της για συναίνεση στη εξάλειψη

της προαναφερόμενης προσημείωσης, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που

διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στους ανακόπτοντες την εύλογη πεποίθηση ότι

ο η καθ` ης θα συναινούσε στην εξάλειψη της προσημείωσης του εν λόγω ακίνητου με την

καταβολή σ` αυτήν του ποσού των 60.000 ευρώ και μ` αυτόν τον τρόπο θα εξοφλούσαν μέρος της

οφειλής τους και θα είχαν τη δυνατότητα να κερδίσουν χρόνο για τη διαπραγμάτευση του

υπολοίπου ποσού της οφειλής τους, με αποτέλεσμα η μεταστροφή της στάσης της και η απαίτηση

της για πώληση του εν λόγω ακινήτου αντί καταβληθέντος σ` αυτήν την ίδια τιμήματος ποσού

100.000 ευρώ, να προκαλέσει επαχθείς συνέπειες στους ανακόπτοντες και να εμφανίζεται έτσι

αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Αλλωστε από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη

ανακόπτουσα είχε ως πρώτιστο σκοπό της την αποπληρωμή των οφειλών της προς την καθ` ης

και προσπαθούσε ανελλιπώς να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της, μεριμνώντας πάντοτε, με την

είσπραξη του τιμήματος από την πώληση των κατοικιών της τρίτης ανακόπτουσας, να εξοφλεί

πρωτίστως τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου της. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται

και από το γεγονός ότι οι ανακόπτοντες εξόφλησαν εμπρόθεσμα και μάλιστα πριν τη λήξη του το

προρρηθέν δάνειο των 200.000 ευρώ, γεγονός που όφειλε η καθ` ης να λάβει υπόψη της και να

συνεκτιμήσει για τη συνολική στάση της απέναντι στην πρώτη ανακόπτουσα, η οποία λόγω της

οικονομικής κρίσης αγωνιούσε να πωλήσει τις κατοικίες της και να αποπληρώσει εγκαίρως τις

οφειλές της προς την καθ` ης. Μόνη δε η υπερημερία της πρώτης ανακόπτουσας να εξοφλήσει την

οφειλή της από μία πιστωτική κάρτα, που δεν υπερέβαινε το ποσό των 10.000 ευρώ, δεν αρκεί για

να ανατρέψει την εικόνα της πρώτης ανακόπτουσας ως φερέγγυας και αξιόπιστης οφειλέτριας της

καθ` ης, όπως αβάσιμα επικαλείται η τελευταία. Συνακόλουθα η άνω καταγγελία της ένδικης

σύμβασης είναι άκυρη ως καταχρηστική, δεδομένου ότι ασκήθηκε κατά παράβαση των

συναλλακτικών χρηστών ηθών και υπερέβη καταφανώς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του

δικαιώματος της καταγγελίας και είναι απαγορευμένη (και γι` αυτό άκυρη), δοθέντος ότι

επιχειρήθηκε χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο οικονομικό της όφελος και με ζημία αποκλειστικά των

ανακοπτόντων, αναντίστοιχη με το περιουσιακό κέρδος της καθ` ης.



Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου της ανακοπής και ως ουσία

βάσιμου, να γίνει δεκτή η ανακοπή ως βάσιμη κατ` ουσία, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών

λόγων αυτής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Τέλος τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, πρέπει επιβληθούν σε βάρος της καθ` ης η ανακοπή

λόγω της ήττας της (άρ. 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.





ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ



ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.



ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.



ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ` αριθ. 1829/2012 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς

Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.



ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ` ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, το ύψος των

οποίων ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.



ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη την 2η Ιουνίου 2014 και δημοσιεύθηκε στο

ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη την 20η Ιουνίου 2014.